Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΟΥ ΕΓΩ

Ήταν απόγευμα κι εγώ καθόμουν στον υπολογιστή και χάζευα μαλακίες στο ίντερνετ. Έπινα σιγά σιγά φραπέ και κάπνιζα στριφτό τσιγάρο. Απολάμβανα τη στιγμή και την ηρεμία μου. Κανείς να με πρήζει ή να μου κάνει ηλίθιες ερωτήσεις. Άκουγα Nevermore εκείνη την ώρα και γούσταρα απίστευτα. Δυστυχώς όμως είναι μεγάλη αλήθεια πώς όταν είσαι σε φάση που γουστάρεις και απολαμβάνεις ένα τραγούδι κάποιος θα στο χαλάσει. Η πόρτα χτύπησε. Να γιατί κάποιοι άνθρωποι γίνονται δολοφόνοι.

Ναιιιι, είπα βαριεστημένα. Η πόρτα άνοιξε γρήγορα. Θα’λεγες οργισμένα. Ο επισκέπτης μπήκε μέσα. Τράβηξα μια τζούρα χωρίς να τον κοιτάω και φύσηξα τον καπνό προς το μέρος του. Κοιτούσα στο πάτωμα και σήκωσα το βλέμμα μου. Τον κοίταξα. Δεν ήταν δυνατόν. Ξανά. Απίστευτο. Τράβηξα μια γερή τζούρα από τη φραπεδιά για να συνέλθω. Τον κοίταξα ξανά. Στα μάτια. Αυτό που έβλεπα ήταν απίστευτο!

- Λέγε ποιος είσαι.

- Χαλάρωσε μάγκα, όλα θα τα πούμε. Και μόλις το είπε, πήρε τον καπνό μου για να στρίψει ένα τσιγάρο.

- Πολύ άνετος δεν είσαι; Ο κόσμος συνηθίζει να ρωτάει.

- Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα με ρωτήσω να στρίψω ένα τσιγάρο; Δεν έχω σαλτάρει ακόμα.

- Τι;

- Ώστε είσαι και κουφός ε; Λέω, ΔΕΝ θα με ρωτήσω για να στρίψω ένα τσιγάρο.

- Τι λέει ρε το άτομο, μονολόγησα. Ήπια ξανά καφέ και τράβηξα μια ρουφηξιά απο το τσιγάρο μου. Το τσιγάρο τελείωνε.

- Το τσιγάρο σου τελειώνει.

- Σοβαρά; Χρόνια του πολλά.

- Μη με ειρώνευεσαι. Αν ήξερες ποιος είμαι δεν θα το έκανες.

- Αυτό που ξέρω, του είπα, εκτός του ότι είσαι αγενέστατος, είναι ότι είμαστε ολόιδιοι. Θα μου πεις λοιπόν τι θες; Καλύτερα να μην εξαντληθεί η υπομονή μου.

- Άραξε μάγκα. Είναι απλό. Εγώ είμαι εσύ. Εσύ είσαι εγώ. Απλά βρισκόμαστε σ’ένα μεταβατικό στάδιο.

Ο σωσίας μου ήταν για τα σίδερα. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Έκανα κίνηση να τραβήξω το όπλο από το σακάκι μου.

- Α, α με στεναχωρείς. Εγώ δεν θα το έκανα αυτό. Ο καριόλης με σημάδευε με το όπλο του. Το όπλο του ήταν ίδιο με το δικό μου, ένα 45αρι Desert Eagle. Κι άλλη σύμπτωση;

- Κοίτα, συνέχισε ο σωσίας, πρέπει να αποδεχτείς τα πράγματα ως έχουν. Οι μέρες σου, οι ώρες σου, τα λεπτά σου τελείωσαν. ΕΣΥ τελείωσες. Αυτή η εκδοχή του εαυτού σου θα πάψει να υπάρχει. Και ξέρεις κάτι; Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’αυτό. Απλώς χαλάρωσε και θα τελειώσει σαν άλλο ένα παράξενο όνειρο.

Νόμιζε πως έχει το πάνω χέρι απλά επειδή με σημάδευε με το Eagle. Πόση έπαρση.

- ΟΚ, μεγάλε απ’ότι φαίνεται κέρδισες. Δε μου μένουν και πολλά να κάνω από το να πέσω σαν ήρωας.

Μόλις το είπα αυτό, του πέταξα το τασάκι στο κεφάλι και έπεσα από την καρέκλα μου, φέρνοντας μια γρήγορη τούμπα. Έβγαλα το πιστόλι μου και τον πυροβόλησα.
Η σφαίρα όμως διαπέρασε τον τοίχο. Δεν υπήρχε κανείς εκεί που ήταν ο σωσίας. Ξαφνικά ένιωσα κρύο μέταλλο στον κρόταφο μου.

- Σου είπα ότι τελείωσες. Τώρα ήρθε η ώρα να αναλάβω εγώ. Είμαι μια άλλη άποψη του εαυτού σου. Εσύ ότι ήταν να κάνεις το έκανες. Ήρθε η δικιά μου σειρά. Ευτυχώς για σένα. Ότι ήταν να κάνεις το έκανες. Απέτυχες σε κάποια πράγματα και πέτυχες σε κάποια άλλα. Δεν θα κάτσω να το αναλύσω. Αυτή η σφαίρα θα τελειώσει μια πτυχή του εαυτού σου. Μια άλλη θα πάρει την θέσης της. Θα γίνεις σκληρότερος, πιο ωμός και κυνικός, λιγότερο συναισθηματικός και θα πάψεις να δίνεις συνεχώς ευκαιρίες. Θα γίνεις καλύτερος. Θα μπορέσεις να επιβιώσεις.

Μόλις πήγε να τελειώσει, τον άρπαξα από το χέρι και προσπάθησα να του το γυρίσω . Μου κλότσησε το χέρι με το δεξί του πόδι και αμέσως με μια αριστερή κλοτσιά στο πρόσωπο με έριξε κάτω.

- Βλέπεις; Σκληρός, κυνικός και ωμός. Αυτός θα είσαι από δω και μπρος. Η σφαίρα είναι απλά το εισητήριο. Πάψε να φοβάσαι. Η ζωή σου απο δω και πέρα αλλάζει.

Η σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο. Αίματα πετάχτηκαν από το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Η σφαίρα έπεσε στο πάτωμα. Όσο τρελό κι αν ακούγεται, μόλις η σφαίρα έπεσε στο πάτωμα εξαφανίστηκε. Το ίδιο και τα αίματα που είχαν διασκορπιστεί, κάνοντας το γραφείο να μοιάζει με έργο αφηρημένης τέχνης. Ο Σωσίας έκλεισε τα μάτια του νεκρού. Με το που τα έκλεισε το σώμα εξαφανίστηκε.

Έκατσε στο γραφείο και έστριψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια τζούρα καφέ. Το άναψε. Μια νεαρή φοιτήτρια μπήκε στο γραφείο του. Ζεστό χαμόγελο. Καθαρό βλέμμα. Ένα κοντό φόρεμα. Τον χαιρέτησε. Της είπε να καθίσει. Του είπε ότι καλά είναι και όρθια. Όχι. Επέμεινε. Έκατσε. Λοιπόν; Λοιπόν, σκέφτηκε, θάρρος και θράσος. Φύσηξε τον καπνό του στην φοιτήτρια. Χαμογέλασε. Όλα καλά ρε.


ΘΕΜΗΣ Χ.