Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Επιστροφή

   Πάει καιρός που είχα να δημοσιεύσω κάτι στο μπλογκ. Τέσσερα χρόνια. Το μπλογκ αυτό το ξεκίνησα επειδή ήθελα να κοινωνήσω κείμενα και ποιήματα που μου αρέσουν αλλά και για να δημοσιεύσω δικές μου δημιουργίες. Δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα (ούτε με νοιάζει) να γίνει το μπλογκ πολύ γνωστό, κυρίως γράφω για προσωπική ικανοποίηση.
   Από τότε που ξεκίνησα το μπλογκ μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει πολλά. Άλλα μυαλά είχαμε τότε και άλλα τώρα. Μερικοί βέβαια εξακολουθούν να έχουν τα ίδια. Τέλοσπάντων. Κάτι που με κινητοποίησε τελευταία ώστε να αρχίσω να γράφω ξανά ήταν το εξής. Η έλλειψη ενδιαφέροντος. Και εξηγούμαι. Η έλλειψη ενδιαφέροντος για το οτιδήποτε. Ανθρώπινες σχέσεις, δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου, αδιαφορία για το μέλλον και άλλα τέτοια ωραία. Δεν θα έλεγα ότι έχω κατάθλιψη. Κάθε άλλο. Ίσα ίσα. Και θα το αιτιολογήσω.
   Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο άφησα την καλύτερη πόλη του κόσμου (Αθήνα) και μετακόμισα στην Κρακοβία. Είχα έρθει για Εράσμους εδώ το 2009 και τότε γνώρισα την κοπέλα μου, με την οποία πλέον συζούμε. Λόγω της αδιέξοδης κατάστασης στη χώρα μας αποφάσισα να την κοπανήσω. Δε θα συμφωνούσα ότι δραπέτευσα καθώς ούτε εδώ η ζωή μου είναι πιο εύκολη. Ο κύριος λόγος που με οδήγησε σ'αυτή την απόφαση ήταν η αδράνεια και η απραξία. Τα χρόνια περνάνε και αν δεν κάνεις κάτι ο χρόνος σου χάνεται. Κι είναι καλύτερα να πεθαίνεις από το να χάνεις ανούσια τον χρόνο σου. Πήρα λοιπόν την απόφαση να φύγω. Πήρα την απόφαση έχοντας πάει σε αρκετές πορείες, έχοντας φάει βροχές και κρύα, βλέποντας συνεχώς τις ίδιες φάτσες στο δρόμο. Πεποίθησή μου είναι πως όταν βλέπεις ένα καράβι να βουλιάζει και το πλήρωμα προσποιείται ότι δεν τρέχει τίποτα καλό είναι να την κάνεις με ελαφρά.
   Κάποιοι με κατηγόρησαν ότι τα παρατάω και δεν κάθομαι να παλέψω. Έπειτα από διάφορες κινητοποιήσεις στις οποίες συμμετείχα, έπειτα από πολλές συζητήσεις με φίλους, γνωστούς και άγνωστους κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται να γίνει κάτι. Ο εγωισμός μου έπαιξε επίσης ένα μεγάλο ρόλο στο να πάρω αυτή την απόφαση. Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό και κυρίως να αποκτήσω περισσότερες εμπειρίες. Εμπειρίες που δεν θα αποκτούσα με το να κάθομαι στο πατρικό μου και να προσπαθώ να βρω δουλειά (εδώ γελάμε).
   Έβγαλα λοιπόν τα εισιτήρια για Κρακοβία. Μετά έπρεπε να το πω στον πατέρα μου. Του είχα πει και νωρίτερα ότι είχα αποφασίσει να φύγω και δεν έλεγε να το δεχτεί. Παρά μου έλεγε να στείλω το βιογραφικό μου σε διάφορες τράπεζες και υπηρεσίες. Ξέρεις, απ'αυτές που δε σου στέλνουν ούτε αρνητική απάντηση. Μετά ακολούθησε το "τι θα κάνεις εκεί πάνω, εκεί δεν έχει τίποτα" και άλλα τέτοια ωραία. Την ίδια στάση κράτησαν και πολλοί από τους φίλους μου. Σε γενικές γραμμές η απόφαση που πήρα ήταν αντικείμενο κάποιου σχετικού χλευασμού. Δεν παρέκκλινα όμως, επειδή στηρίζω τις αποφάσεις μου και τουλάχιστον κοιτάω να τις φέρω εις πέρας. Η πείρα μας έχει δείξει ότι αν παρατάς μισοτελειωμένο αυτό που κάνεις δεν καταλήγεις πουθενά.
   Μάζεψα λοιπόν τα μπαγκάζια μου και πέταξα για Κρακοβία. Τα υπόλοιπα σε επόμενη ανάρτηση.

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΟΥ ΕΓΩ

Ήταν απόγευμα κι εγώ καθόμουν στον υπολογιστή και χάζευα μαλακίες στο ίντερνετ. Έπινα σιγά σιγά φραπέ και κάπνιζα στριφτό τσιγάρο. Απολάμβανα τη στιγμή και την ηρεμία μου. Κανείς να με πρήζει ή να μου κάνει ηλίθιες ερωτήσεις. Άκουγα Nevermore εκείνη την ώρα και γούσταρα απίστευτα. Δυστυχώς όμως είναι μεγάλη αλήθεια πώς όταν είσαι σε φάση που γουστάρεις και απολαμβάνεις ένα τραγούδι κάποιος θα στο χαλάσει. Η πόρτα χτύπησε. Να γιατί κάποιοι άνθρωποι γίνονται δολοφόνοι.

Ναιιιι, είπα βαριεστημένα. Η πόρτα άνοιξε γρήγορα. Θα’λεγες οργισμένα. Ο επισκέπτης μπήκε μέσα. Τράβηξα μια τζούρα χωρίς να τον κοιτάω και φύσηξα τον καπνό προς το μέρος του. Κοιτούσα στο πάτωμα και σήκωσα το βλέμμα μου. Τον κοίταξα. Δεν ήταν δυνατόν. Ξανά. Απίστευτο. Τράβηξα μια γερή τζούρα από τη φραπεδιά για να συνέλθω. Τον κοίταξα ξανά. Στα μάτια. Αυτό που έβλεπα ήταν απίστευτο!

- Λέγε ποιος είσαι.

- Χαλάρωσε μάγκα, όλα θα τα πούμε. Και μόλις το είπε, πήρε τον καπνό μου για να στρίψει ένα τσιγάρο.

- Πολύ άνετος δεν είσαι; Ο κόσμος συνηθίζει να ρωτάει.

- Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα με ρωτήσω να στρίψω ένα τσιγάρο; Δεν έχω σαλτάρει ακόμα.

- Τι;

- Ώστε είσαι και κουφός ε; Λέω, ΔΕΝ θα με ρωτήσω για να στρίψω ένα τσιγάρο.

- Τι λέει ρε το άτομο, μονολόγησα. Ήπια ξανά καφέ και τράβηξα μια ρουφηξιά απο το τσιγάρο μου. Το τσιγάρο τελείωνε.

- Το τσιγάρο σου τελειώνει.

- Σοβαρά; Χρόνια του πολλά.

- Μη με ειρώνευεσαι. Αν ήξερες ποιος είμαι δεν θα το έκανες.

- Αυτό που ξέρω, του είπα, εκτός του ότι είσαι αγενέστατος, είναι ότι είμαστε ολόιδιοι. Θα μου πεις λοιπόν τι θες; Καλύτερα να μην εξαντληθεί η υπομονή μου.

- Άραξε μάγκα. Είναι απλό. Εγώ είμαι εσύ. Εσύ είσαι εγώ. Απλά βρισκόμαστε σ’ένα μεταβατικό στάδιο.

Ο σωσίας μου ήταν για τα σίδερα. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Έκανα κίνηση να τραβήξω το όπλο από το σακάκι μου.

- Α, α με στεναχωρείς. Εγώ δεν θα το έκανα αυτό. Ο καριόλης με σημάδευε με το όπλο του. Το όπλο του ήταν ίδιο με το δικό μου, ένα 45αρι Desert Eagle. Κι άλλη σύμπτωση;

- Κοίτα, συνέχισε ο σωσίας, πρέπει να αποδεχτείς τα πράγματα ως έχουν. Οι μέρες σου, οι ώρες σου, τα λεπτά σου τελείωσαν. ΕΣΥ τελείωσες. Αυτή η εκδοχή του εαυτού σου θα πάψει να υπάρχει. Και ξέρεις κάτι; Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’αυτό. Απλώς χαλάρωσε και θα τελειώσει σαν άλλο ένα παράξενο όνειρο.

Νόμιζε πως έχει το πάνω χέρι απλά επειδή με σημάδευε με το Eagle. Πόση έπαρση.

- ΟΚ, μεγάλε απ’ότι φαίνεται κέρδισες. Δε μου μένουν και πολλά να κάνω από το να πέσω σαν ήρωας.

Μόλις το είπα αυτό, του πέταξα το τασάκι στο κεφάλι και έπεσα από την καρέκλα μου, φέρνοντας μια γρήγορη τούμπα. Έβγαλα το πιστόλι μου και τον πυροβόλησα.
Η σφαίρα όμως διαπέρασε τον τοίχο. Δεν υπήρχε κανείς εκεί που ήταν ο σωσίας. Ξαφνικά ένιωσα κρύο μέταλλο στον κρόταφο μου.

- Σου είπα ότι τελείωσες. Τώρα ήρθε η ώρα να αναλάβω εγώ. Είμαι μια άλλη άποψη του εαυτού σου. Εσύ ότι ήταν να κάνεις το έκανες. Ήρθε η δικιά μου σειρά. Ευτυχώς για σένα. Ότι ήταν να κάνεις το έκανες. Απέτυχες σε κάποια πράγματα και πέτυχες σε κάποια άλλα. Δεν θα κάτσω να το αναλύσω. Αυτή η σφαίρα θα τελειώσει μια πτυχή του εαυτού σου. Μια άλλη θα πάρει την θέσης της. Θα γίνεις σκληρότερος, πιο ωμός και κυνικός, λιγότερο συναισθηματικός και θα πάψεις να δίνεις συνεχώς ευκαιρίες. Θα γίνεις καλύτερος. Θα μπορέσεις να επιβιώσεις.

Μόλις πήγε να τελειώσει, τον άρπαξα από το χέρι και προσπάθησα να του το γυρίσω . Μου κλότσησε το χέρι με το δεξί του πόδι και αμέσως με μια αριστερή κλοτσιά στο πρόσωπο με έριξε κάτω.

- Βλέπεις; Σκληρός, κυνικός και ωμός. Αυτός θα είσαι από δω και μπρος. Η σφαίρα είναι απλά το εισητήριο. Πάψε να φοβάσαι. Η ζωή σου απο δω και πέρα αλλάζει.

Η σφαίρα τον βρήκε στο μέτωπο. Αίματα πετάχτηκαν από το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Η σφαίρα έπεσε στο πάτωμα. Όσο τρελό κι αν ακούγεται, μόλις η σφαίρα έπεσε στο πάτωμα εξαφανίστηκε. Το ίδιο και τα αίματα που είχαν διασκορπιστεί, κάνοντας το γραφείο να μοιάζει με έργο αφηρημένης τέχνης. Ο Σωσίας έκλεισε τα μάτια του νεκρού. Με το που τα έκλεισε το σώμα εξαφανίστηκε.

Έκατσε στο γραφείο και έστριψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια τζούρα καφέ. Το άναψε. Μια νεαρή φοιτήτρια μπήκε στο γραφείο του. Ζεστό χαμόγελο. Καθαρό βλέμμα. Ένα κοντό φόρεμα. Τον χαιρέτησε. Της είπε να καθίσει. Του είπε ότι καλά είναι και όρθια. Όχι. Επέμεινε. Έκατσε. Λοιπόν; Λοιπόν, σκέφτηκε, θάρρος και θράσος. Φύσηξε τον καπνό του στην φοιτήτρια. Χαμογέλασε. Όλα καλά ρε.


ΘΕΜΗΣ Χ.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ - ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ"

Χαίρετε. Παρακάτω ακολουθεί ένα άρθρο από το περιοδικό "Υποβρύχιο". Τέσσερις ιστορίες τεσσάρων ανθρώπων. Τεσσάρων πραγματικών ονειρευτών της μερας.

Της Αντιγόνης Μιχοπούλου

Το θάρρος κάνει τη διαφορά

Η καθημερινότητα μας προσφέρει μια σιγουριά η οποία μεταμορφώνεται σε φυλακή. Στο κελί της ρουτίνας σου έχεις την ψευδαίσθηση ότι απ’ έξω καραδοκούν θηρία που περιμένουν πότε θα απαρνηθείς τη σιγουριά σου για να σε κατασπαράξουν. Αυτό αποκόμισα από του «διαφορετικούς» ανθρώπους που μίλησα ώστε να γράψω για το τεύχος διαφορετικότητα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι ζουν, και είναι αρτιμελείς παρόλο που με λίγη φαντασία θα μπορούσαν να παρομοιάσουν με θηρία τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν πήραν την απόφαση να ρίξουν μια γροθιά στη σιγουριά τους και να ασχοληθούν με κάτι που εμάς μας έκανε να τους βαφτίσουμε διαφορετικούς.

Χωρίς ρολόι

Ποια άλλη θα μπορούσε να είναι η πρώτη ερώτηση στο κυρ-Μιχάλη τον ψαρά. Αν έχει ρολόι. Το έχει πετάξει από πάνω του εδώ και 12 χρόνια. Τότε δηλαδή, που αποφάσισε να πάει να ζήσει σε μια βραχονησίδα κοντά στην Κάλυμνο με την γυναικά του.
Ο Μιχάλης Λαμπρόπουλοςήταν ναυτικός και στα 50 του αποφάσισε να σκίσει το δελτίο του και να μην ξαναταξιδέψει. Γύρισε στο νησί του κι εκεί γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του την 45χρονη Αντριάνα. Είναι Ιταλίδα οικονομολόγος και τότε εργαζόταν σε πολυεθνική εταιρεία κι είχε έρθει στην Ελλάδα για διακοπές. Το greekκαμάκι, όπως λέει ο ίδιος, την έριξε κι αποφάσισαν από κοινού να τα παρατήσουν όλα και να μετακομίσουν στη βραχονησίδα Πλάτη. Το νησί έχει έκταση 710 στρέμματα και βρίσκεται μια ώρα από την Κάλυμνο. Ήταν μια έρημη βραχονησίδα που η οποία απόκτησε ζωή μετά την απόφαση του ζευγαριού. Για 2 χρόνια δεν είχαν ρεύμα και νερό ώσπου ένα ιστιοπλοϊκό του έδωσε μια γεννήτρια. Δεν είχαν τρόπο να συντηρήσουν τα τρόφιμα τους. Τώρα πλέον η ΔΕΗ τους τοποθέτησε φωτοβολταϊκά. «Όποτε νυστάζω κοιμάμαι κι όποτε πεινάω τρώω. Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο και αυτό που έμαθα είναι ότι όσο μεγαλώνεις η ζωή μικραίνει και ότι nonewsgoodnews.Μου αρέσει να περπατάω ξυπόλητος και να πίνω το καφεδάκι μου στο καφενεδάκι που έχω φτιάξει στην βραχονησίδα. Πολλοί μου λένε ότι με ζηλεύουν γι’ αυτό που έκανε, ωστόσο κανείς δεν το τολμάει γιατί οτιδήποτε καινούργιο είναι και δύσκολο και κανείς δεν θέλει να ξεβολευτεί. Η διασκέδαση μου είναι η παρέα και το καλό κρασί γιατί μπορεί να πας με εκατομμύρια στα μπουζούκια και να είσαι δυστυχισμένος.»λέει ο κυρ Μιχάλης ο ψαράς.

Νίκησε η έλξη

Κάποτε έγινε ένας αγώνας μέσα του μεταξύ της γηπεδούχου «Συνήθειας» και της εκτός έδρας «Έλξης». Το αποτέλεσμα ήταν να νικήσει η Έλξη και να κάνει το μεγάλο βήμα.
Ο Κώστας Μπαϊράμηςτο 1982 έπιασε δουλεία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας με προοπτική να πάρει κάποια στιγμή προαγωγή και να αυξηθεί και το εισόδημα του. Η ζωή του κυλούσε συμπαθητικά. Το 1987 ο Κώστα και οι φίλοι του συμμετείχε σε μια Επιτροπή Αλληλεγγύης για τον λαό της Νικαράγουα ο οποίος ήταν κατακρεουργημένος από τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτή ήταν η αφορμή για να επισκεφθεί για πρώτη φορά την Νικαράγουα χωρίς να γνωρίζει ούτε μια λέξη στα Ισπανικά.
«Εκεί ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο. Κι όπως αποδείχτηκε αργότερα, ανακάλυψα τον δικό μου κόσμο. Στην Νικαράγουα υπήρχε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό επίπεδο. Εντυπωσιάστηκα με τους ανθρώπους οι οποίοι παρόλο που δεν είχαν να φάνε χαμογελούσαν, με την ηρεμία που είχαν τα παιδιά και με το γεγονός ότι ο ένας άφηνε τον άλλο να μιλήσει και δεν τον διέκοπτε. Γύρισα στην Ελλάδα συγχυσμένος.» Μετά από λίγους μήνες ο Κώστας επέστρεψε στην Νικαράγουα ώστε να επιβεβαιώσει την αρχική του άποψη κι αυτομάτως εγκαταστάθηκε εκεί. Δεν ήξερε τη γλώσσα και με τα ελάχιστα λεφτά που είχε μαζί του άρχισε την ζωή του από την αρχή. Ήξερε ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε καμία δημιουργική προοπτική. «Η απόφαση που πήρα δεν είχε καμιά λογική ωστόσο η έλξη ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσα να αντισταθώ», μας λέει. Έζησε για δυο χρόνια μαζί με μια αγροτική οικογένεια ώστε να μάθει τη δουλειά και μετά αγόρασε ένα μικρό κομμάτι γης. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη καθώς δεν είχε λεφτά. Η σωτηρία ήρθε από την Ελλάδα και συγκεκριμένα από τους φίλους του που πήγαν στην Νικαράγουα και τον βοήθησαν οικονομικά ώστε να ανοίξει την φάρμα του και να παραμείνει στον κόσμο στον οποίο ανήκει. Η άποψη του για την Ελλάδα πλέον είναι πολύ διαφορετική. Επισκέφθηκε από τότε την πατρίδα του 4 φορές και κάθε φορά διέκρινε περισσότερη έλλειψη επικοινωνίας και δημιουργικότητας ενώ παράλληλα γίνεται όλο και πιο έντονο το φαινόμενο όλοι να παλεύουν εναντίον όλων. Ο Κώστας απέκτησε δυο κόρες και αυτό που θέλει να κάνει είναι να της φέρει στην Ελλάδα σε λίγα χρόνια ώστε οι ίδιες να αποφασίσουν σε ποιο κόσμο θέλουν να ζήσουν.

Δεν υπάρχει γενιά του φραπέ

Είναι 25 χρονών και σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ο Γιάννης Μάργαρης είναι ένας τυχερός άνθρωπος αφού μπόρεσε να συνδυάσει αυτό που σπούδασε με αυτό που θέλει. Εκείνο που τον κάνει διαφορετικό από τους περισσότερους νέους της ηλικίας του είναι ότι, ενώ μπορούσε με το επάγγελμα που σπούδασε να κερδίζει αρκετά χρήματα εκείνος επέλεξε τον δρόμο που του χάραξαν τα πολιτικά του πιστεύω. Πριν ενάμιση χρόνο μια ομάδα νέων ανθρώπων δημιούργησαν την F.A.R.M.A. Είναι μια ομάδα έμπρακτης πολιτικής αλληλεγγύης στους εξεγερμένους Ζαπατίστας στο Μεξικό. Σκοπός της είναι η δημιουργία μια υδροηλεκτρικής εγκατάστασης παραγωγής ενέργειας σε μια κοινότητας στην Τσιάπας καθώς και η περαιτέρω διάδοση του αγώνα των Ζαπατίστας. Παράλληλα κατασκευάζει μικρές αυτοσχέδιες ανεμογεννήτριες. Η παραγωγή και η χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας είναι και φιλικές για το περιβάλλον αλλά είναι και μια έμπρακτη προσπάθεια αυτονόμησης από το ενεργειακό καρτέλ που έχει επιβληθεί.
Ο Γιάννης Μάργαρης δεν θεωρεί ιδανική την κοινωνία των Ζαπατίστας καθώς όπως λέει δεν τα έχουν όλα λυμένα. Ωστόσο θεωρεί ότι και η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να ζήσει ανάλογες στιγμές. Δηλώνει αισιόδοξος για τους νέους της Ελλάδας και λέει χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχει η γενιά του φραπέ. Ο λόγος που ασχολήθηκε με τους Ζαπατίστας είναι πολιτικός κι όχι φιλανθρωπικός. Όπως αναφέρει είναι οι πρώτοι που αμφισβήτησαν τον καπιταλισμό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σέβονται το περιβάλλον και ότι αναζητούν την ενεργειακή αυτονομία. Ο πιο σημαντικός λόγος που αποφάσισε να ασχοληθεί με τον αγώνα των Ζαπατίστα βρίσκεται μέσα του. Είναι από τους ανθρώπους που δεν θεωρεί ευτυχία την ατομική προσπάθεια ώστε να βρει τον δρόμο προς την πληρότητα. Αντιθέτως για εκείνον ευτυχία είναι η αρμονική συμβίωση των ανθρώπων.

Ο Ζορό των Ανωγείων

Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις εγγάμων ιερέων που θα έκανε και τους άπιστους, πιστούς. Ο παπά- Αντρέας Κεφαλογιάννης γεννήθηκε και παραμένει στον τόπο του. Χειροτονήθηκε στα 19 του χρόνια αφού πρώτα είχε παντρευτεί. Έκανε 4 παιδιά και ως πατέρας γνωρίζει πολύ καλά τι θέλουν οι νέοι. Πρόκειται για τον πιο δραστήριο ιερέα της ελληνικής εκκλησιάς.
Το 2005 αποφάσισε να γίνει πρόεδρος της ποδοσφαιρική ομάδας των Ανωγείων την οποία ανέλαβε από το μηδέν και τώρα αγωνίζεται στην Δ Εθνική. Οι παίκτες τον φωνάζουν μέσα στο γήπεδο παπά- Αντρέα κι όχι πρόεδρο.
Όπως λέει κι ο ίδιος, έμαθε τα παιδιά να παίζουν μπάλα κι εκτός γηπέδου. Κάνουν σημαντικές φιλανθρωπικές εκδηλώσεις με σκοπό να βοηθήσουν τους συνομήλικους τους να σπουδάσουν. Επίσης μαζεύουν λεφτά ώστε να βοηθηθούν παιδιά με ειδικές ανάγκες και το σημαντικότερο ασχολούνται με τον αθλητισμό.
Θα μπορούσε κανείς να τον αποκαλέσει και Ζορό. Κι όπως καλά θυμόμαστε, ο Ζορό είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Διότι μια τόσο συντηρητική εκκλησιά δεν είναι εύκολο να δεχτεί έναν «μοντέρνο» ιερέας που είναι και πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας Εκείνος όμως είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος. Δεν αναζήτησε ποτέ την δημοσιότητα έστω κι αν εκείνη τον αναζητούσε. Το μόνο που προσπάθησε να κάνει και το κατάφερε, είναι να αφουγκράζεται την νεολαία. Άνοιξε μια αίθουσα υπολογιστών όπως θέλει να την αποκαλεί ο ίδιος και όχι internet café ενώ ταυτόχρονα κάνει 2 φορές τον χρόνο νυχτερινή λειτουργία για τους άντρες του χωρίου που δεν μπορούν να πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησιά. Η συμβουλή αυτού του χρήσιμου παπά για την εκκλησία προς τους νέους κληρικούς είναι να μάθουν να υπηρετούν πρώτα τους ανθρώπους και μετά τον θεό.


Ευχαριστούμε πολύ Αντιγόνη :)

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

CHARLES BUKOWSKI - Η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ

ήταν μια ζεστή βραδιά στου Τόνυ΄ ούτε που σου πέρναγε απ'το μυαλό να γαμήσεις. μόνο με κρύα μπύρα μπορούσες να δροσιστείς λιγάκι. ο Τόνυ έσπρωξε δυο μπουκάλια προς εμένα και τον Μάικ τον ινδιάνο, κι ο Μάικ ο ινδιάνος έβγαλε να πληρώσει. τον άφησα να κεράσει τον πρώτο γύρο. ο Τόνυ πήρε το χρήμα βαριεστημένος, έριξε μια ματιά τριγύρω - πεντ'έξι τύποι με τα μάτια καρφωμένα στις μπύρες τους κρυόκωλοι. ο Τόνυ, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, μας πλησίασε.
"τι νέα Τόνυ;" ρώτησα.
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"για καινούριο το λες αυτό;"
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"σκατά" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος.
σκύψαμε στις μπύρες μας.
"τι γνώμη έχεις για το φεγγάρι;" ρώτησα τον Τόνυ.
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"μά'στα", είπε ο Μάικ ο ινδιάνος "όταν κάποιος είναι μαλάκας στη γη εξακολουθεί να'ναι μαλάκας και στο φεγγάρι. καμιά διαφορά".
"λένε ότι μάλλον δεν υπάρχει ζωή στον Άρη" είπα.
"ε, και;" ρώτησε ο Τόνυ.
"ωχ,σκατά" είπα "φέρε άλλες δυο μπύρες".
ο Τόνυ τις έφερε, πήρε τα λεφτά, τα πέρασε στο ταμείο, ξαναγύρισε. "σκατά, κάνει ζέστη. θα'θελα να'μουν πιο ψόφιος κι απο μεταχειρισμένη καπότα".
"που πάνε οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, Τόνυ;"
"σκατά. ποιος νοιάζεται;"
"δεν πιστεύεις στο Ανθρώπινο Πνεύμα;"
"σκατά κι απόσκατα!"
" κι ο Τσέ; η Ζαν ντ' Άρκ; ο Κιντ Μπίλλυ ο ληστής; όλοι αυτοί;"
"σκατά κι απόσκατα!"
ρουφούσαμε τις μπύρες μας και το συλλογιζόμασταν.
"κοιτάτε" είπα "πάω να κατουρήσω".
πήγα στην τουαλέτα κι εκεί - όπως πάντα- βρήκα τον Πήτεϋ την κουκουβάγια. την έβγαλα κι άρχισα να κατουράω.
"τι τα θες, είσαι μικροτσούτσουνος" μου είπε.
"μόνο όταν κατουράω και συλλογίζομαι. αλλά γενικά, είμαι από εκείνους τους τύπους που τους τεντώνεται σα λάστιχο. όταν καυλώνω κάθε ίντσα που διαθέτω μετράει για έξι".
"τόσο το καλύτερο για σένα - αν δεν λες ψέμματα. γιατί, εγώ βλέπω το πολύ δύο ίντσες".
"έχω βγάλει μόνο το κεφάλι".
"σου δίνω ένα δολλάριο αν μ'αφήσεις να σου κάνω μια πίπα".
"λίγα".
"δε δείχνεις μόνο το κεφάλι.έχεις βγάλει όλο το πράμα σου στη φόρα".
"άει γαμήσου Πήτ".
"θα ξανάρθεις όταν δεν θα'χεις λεφτά για μπύρες".
βγήκα.
"δυο μπύρες ακόμα" παρήγγειλα.
ο Τόνυ έβαλε μπρος τη γνωστή ρουτίνα. ξανάρθε.
"κάνει τόση ζέστη που νομίζω ότι θα τρελαθώ" είπε.
"η ζέστη σου αποκαλύπτει τον αληθινό σου εαυτό" είπα στον Τόνυ.
"για στάσου! μ'αποκαλείς τρελό;"
"σχεδόν όλοι είμαστε. μα μην το λες σε κανένα το κρατάμε μυστικό".
"ωραία, ας πούμε ότι οι μαλακίες που λες έχουν κάποια βάση. κατά τη γνώμη σου πόσοι λογικοί άνθρωποι υπάρχουν στον κόσμο; ένας; δύο;"
"στα δισεκατομύρρια;"
"ναι,ναι".
"θα'λεγα πέντ'ή έξι".
"πέντ'ή έξι;" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος. "άσε ρε φίλε, κάνε μας καμιά πίπα καλύτερα".
"κοίτα" είπε ο Τόνυ. "πως το ξέρεις ότι είμαι παλαβός; κι αν είναι αλήθεια, τότε πως την βγάζουμε καθαρή;"
"ε, μια κι όλοι μας είμαστε παρανοϊκοί, αυτοί που μπορούν να μας κάνουν κουμάντο είναι λίγοι, πολύ λίγοι, κι έτσι μας αφήνουν να κυκλοφορούμε λυτοί. για την ώρα αυτό είναι όλο κι όλο που μπορούν να κάνουν. κάποτε νόμιζα ότι θα πηγαίνανε να μείνουν κάπου στο διάστημα όσο καιρό θα τους έπαιρνε να μας ξεκάνουν. αλλά μετά, κατάλαβα ότι οι παρανοϊκοί ελέγχουν και το διάστημα".
"πως το κατάλαβες;"
"αφού στήσανε την αμερικάνικη σημαία στο φεγγάρι".
"κι αν υποθέσουμε ότι στήσανε οι ρώσοι τη ρώσικη σημαία;"
"το ίδιο κάνει" είπα.
"αυτό σημαίνει ότι δε σ'ενδιαφέρει;" ρώτησε ο Τόνυ.
"απ'τη στιγμή που πρόκειται μόνο και μόνο για διαφορετικές μορφές τρέλας, δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη".
σωπάσαμε. πίναμε. μαζί κι ο Τόνυ, που κατέβαζε ουίσκυ με νερό. γιατί όχι; το μαγαζί ήταν δικό του, ότι ήθελε έκανε.
" Χριστέ μου, κάνει ζέστη είπε ο Τόνυ.
" σκατά, ναι, κάνει" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος.
και τότε ο Τόνυ άρχισε να μιλάει. "η τρέλα λοιπόν" είπε ο Τόνυ "ξέρετε ρε μάγκες, κάτι τελείως παλαβό συμβαίνει εδώ, τούτη ακριβώς τη στιγμή!"
"βέβαια" είπα.
"όχι, όχι, όχι... εννοώ, ΕΔΩ, στο μαγαζί μου!"
"ναι;"
"ναι. είναι τόσο παρανοϊκό που μερικές φορές με φοβίζει".
"πες μου τι συμβαίνει, Τόνυ" είπα, πάντοτε έτοιμος ν'ακούσω τις μαλακίες των συνανθρώπων μου.
ο Τόνυ έσκυψε στ'αυτί μου. "ξέρω έναν τύπο που έχει μια γαμισομηχανή. όχι σαν τις αηδίες που διαβάζεις στις αγγελίες των πορνοπεριοδικών - μπουκάλια ζεστό νερό, μουνιά μιας χρήσης και τα τέτοια. αυτός ο μάγκας έχει φτιάξει κάτι πραγματικά σπουδαίο. είναι ένας γερμανός επιστήμονας που προλάβαμε να τον αρπάξουμε εμείς - δηλαδή η κυβέρνηση - πριν τον αρπάξουν οι ρώσοι. λοιπόν, τώρα άκου, και κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτα".
"μα ναι, Τόνυ, φυσικά, έχεις δίκιο..."
" τον λένε Φον Μπράσλιτζ. η κυβέρνηση προσπάθησε να τον βάλει στο διαστημικό πρόγραμμα. τζίφος, μεγαλοφυής ο γέρος, αλλά το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ. νομίζει ότι είναι καλλιτέχνης, αποκαλεί τον εαυτό του Μιχαήλ Άγγελο... του δώσαν σύνταξη πεντακόσια δολλάρια το μήνα, για να κρατηθεί έξω από τα τρελάδικα. για λίγο καιρό τον παρακολουθούσαν, μετά βαρέθηκαν ή τον ξέχασαν, μα οι επιταγές εξακολουθούν να έρχονται. κάπου κάπου, εμφανίζεται κάποιος πράκτορας, του μιλάει για κάνα τεταρτάκι και μετά πάει να αναφέρει ότι είναι ακόμη τρελός. έτσι λοιπόν, τριγύρναγε από πόλη σε πόλη σέρνοντας μαζί του μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα. κάποιο βράδυ καταφθάνει εδώ κι αρχίζει να πίνει. μου λέει ότι είναι ένας κουρασμένος γέρος που ψάχνει μια ήσυχη γωνιά για τις έρευνές του. εγώ, προσπαθούσα να τον αποθαρρύνω. ξέρεις τώρα, πόσοι μουρλοί μαζεύονται εδώ μέσα".
"ναι"είπα.
"και μετά, που λες, γίνεται φέσι και μου τα λέει χαρτί και καλαμάρι. έχει σχεδιάσει, λέει, μια μηχανή γυναίκα που κάνει το καλύτερο γαμίσι των αιώνων, χωρίς καπότες, καυγάδες και τα γνωστά σκατά!"
"σ'όλη μου τη ζωή"του είπα "μια τέτοια γυναίκα έψαχνα".
ο Τόνυ γέλασε. "όλοι οι άντρες, όχι μόνο εσύ. φυσικά, τον πέρασα για τρελό, μέχρι που ένα βράδυ μετά το κλείσιμο, πήγαμε μαζί στο σπίτι του, κι έβγαλε τη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ απ'την κόκκινη βαλίτσα".
"ναι;"
"ήταν σα να πήγαινες στον παράδεισο πριν πεθάνεις".
"άσε με να μαντέψω τα υπόλοιπα".
"μάντεψε".
"ο Φον Μπράσλιτζ κι η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ του βρίσκονται αυτή τη στιγμή εδώ, στο μαγαζί σου, στο πάνω πάτωμα".
"αχά" είπε ο Τόνυ.
"πόσα;"
"είκοσι δολλάρια ο καθένας".
"είκοσι δολλάρια για να γαμήσω μια μηχανή;"
έχει ξεπεράσει ότι και να ήταν αυτό που μας Δημιούργησε. θα δεις."
"ο Πήτεϋ η κουκουβάγια μου κάνει πίπα για ένα δολάριο."
"ο Πήτεϋ η κουκουβάγια είναι εντάξει, αλλά ποτέ δεν υπήρξε η εφεύρεση που έβγαλε νόκ άουτ τους θεούς".
Του έδωσα τα είκοσι δολλάριά μου.
"μα το Θεό σου λέω Τόνυ, αν μου κάνεις καμιά παλαβή φάρσα, έχεις χάσει τον καλύτερο πελάτη σου!"
"όπως είπες προηγούμενα, έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας τρελοί. εξαρτιέται από σένα".
"σωστά" είπα.
"σωστά είπε κι ο Μάικ ο ινδιάνος. "πάρε και τα είκοσι δικά μου".
"πρέπει να σας πω ότι το πενήντα τοις εκατό το παίρνω εγώ. τα υπόλοιπα πάνε στον Φον Μπράσλιτζ. πεντακόσια δολλάρια σύντομα δεν θα είναι πολύ χρήμα, με τον πληθωρισμό συνεχώς να ανεβαίνει - χώρια οι φόροι. άσε που ο Φον Μπ. ψοφάει για αναψυκτικά".
"άντε πάμε" είπα "τα τσάκωσες τα σαράντα σου δολλάρια. που στο διάολο είναι αυτή η αθάνατη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ;"
ο Τόνυ σήκωσε το χώρισμα του μπαρ, είπε "ελάτε από δω, ανεβείτε την πίσω σκάλα. χτυπήστε και πείτε μας έστειλε ο Τόνυ".
"οποιαδήποτε πόρτα;"
"νούμερο εξήντα εννιά".
"ω διάβολε, ναι" είπα "τι άλλο;"
"ω διάβολε, ναι" είπε ο Τόνυ "παρ τ'αρχίδια σου".
Βρήκαμε τη σκάλα, ανεβήκαμε. "ο Τόνυ ψοφάει για φάρσες" είπα.
προχωρήσαμε. να 'τη: η πόρτα, αριθμός εξήντα εννιά.
χτύπησα: "μας έστειλε ο Τόνυ"
"α, μα περάστε κύριοι!"
είδαμε ένα γέρικο καυλωμένο φρικιό, μ'ένα ποτήρι αναψυκτικό στο χέρι, γυαλιά με διπλούς φακούς. ακριβώς όπως στις παλιές ταινίες. είχε έναν επισκέπτη, μια νεαρούλα - κοριτσάκι σχεδόν - που έμοιαζε ανάλαφρη και δυνατή συνάμα.
σταύρωσε τα πόδια της δείχνοντας μας τα προσόντα της: νάυλον γόνατα, νάυλον μπούτια κι εκείνο το μικροσκοπικό κομματάκι όπου τέλειωναν οι μακριές κάλτσες κι άρχιζε η σάρκα. ήταν ολόκληρη κώλος και βυζιά, νάυλον πόδια και καταγάλανα γελαστά μάτια...
"κύριοι, από δω η κόρη μου ή Τάνια..."
"τι;"
"ναι, ξέρω, είμαι τόσο... γέρος... αλλά βλέπετε, όπως υπάρχει ο μύθος του ανθρώπου με το τεράστιο πέος, υπάρχει και ο μύθος των πρόστυχων γερογερμαναράδων που δε σταματούν ποτέ να γαμούν. πιστέψτε ότι θέλετε. όπως και να'χει το πράγμα, αυτή είναι η κόρη μου η Τάνια..."
"γεια σας παιδιά" γέλασε.
το βλέμμα όλων μας στράφηκε στην πόρτα με την πινακίδα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗΣ.
τέλειωσε το αναψυκτικό του.
"λοιπόν... ήρθατε εδώγια το καλύτερο γαμίσι όλων των εποχών, έτσι;"
"μπαμπά!" είπε η Τάνια "πρέπει πάντα να είσαι τόσο ωμός;"
ξανασταύρωσε τα πόδια της, η φούστα τραβήχτηκε ακόμα πιο ψηλά και κόντεψα να χύσω.
ο καθηγητής ήπιε ακόμα ένα αναψυκτικό, σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗΣ. γύρισε και μας χαμογέλασε, άνοιξε αργά αργά. μπήκε και ξαναβγήκε, σπρώχνοντας κάτι που έμοιαζε κρεβάτι νοσοκομείου με καρούλια.
ήταν μια ΓΥΜΝΗ μάζα παλιοσίδερα.
ο καθηγητής τσούλησε το καταραμένο πράγμα μπροστά μας, κι άρχισε να σφυρίζει ένα βρωμερό σκοπό, κάτι γερμανικό προφανώς.
μια μετάλλινη μάζα με μια τρύπα στη μέση. ο καθηγητής κρατούσε ένα δοχείο με λάδι, το 'βαλε στην τρύπα κι έχυσε κάμποσο μέσα μουρμουρίζοντας όλη την ώρα το παρανοϊκό γερμανικό τραγούδι.
κάποια στιγμή γύρισε και μας κοίταξε "ωραίο ε;" είπε και συνέχισε να χύνει το λάδι.
ο Μάικ ο ινδιάνος με κοίταξε, προσπάθησε να γελάσει, είπε: "άι σιχτίρ... πάλι μας τη φέρανε!"
"ναι" είπα "πάνε πέντε χρόνια που έχω να γαμήσω, αλλά να με πάρει ο διάολος αν βάλω το πράμα μου σ'αυτό το βουνό από ατσάλι!"
ο Φον Μπράσλιτζ γέλασε. πήγε στο μπαράκι, έβαλε ακόμα ένα αναψυκτικό, κάθισε κοιτάζοντάς μας.
"στη Γερμανία, κάποτε καταλάβαμε ότι είχαμε χάσει πια το παιχνίδι κι ότι το δίχτυ όσο πήγαινε και στένευε γύρω μας, με αποκορύφωμα την τελική μάχη του Βερολίνου. ήταν τότε που διαπιστώσαμε ότι ο πόλεμος είχε πάρει ένα νέο νόημα: ο πραγματικός πόλεμος γινόταν για το ποιος θα μαζέψει τους περισσότερους γερμανούς επιστήμονες. όποιοι τα κατάφερναν - ρώσοι ή αμερικάνοι - θα ήταν οι πρώτοι που θα πήγαιναν στο φεγγάρι, πρώτοι στον Άρη... πρώτοι σ'οτιδήποτε. δεν ξέρω πως κατέληξε τούτη η ιστορία... το μόνο που ξέρω είναι ότι εμένα με βρήκαν πρώτο οι αμερικάνοι, μ'άρπαξαν, με χώσανε σ'ένα αυτοκίνητο, μου δώσανε ένα ποτό, μου βάλαν τα πιστόλια στο κεφάλι, μου τάζαν τον ουρανό με τ'άστρα, μίλαγαν σαν τρελοί. υπέγραψα τα πάντα..."
"εντάξει" είπα "το μάθημα Ιστορίας ήταν κανόνι, αλλά φτάνει! εγώ δε βάζω το πουλάκι μου, το καημενούλι μικρό μου πουλάκι μέσα σ'αυτά τα παλιοσίδερα του κερατά, ότι σκατά κι αν είναι! ο Χίτλερ πρέπει να ήταν στ'αλήθεια πολύ τρελός για να νταντεύει τύπους σαν κι εσένα. πολύ θα ήθελα να σε βρίσκανε πρώτο οι ρώσοι! θέλω πίσω τα είκοσί μου δολάρια!"
ο Φον Μπράσλιτζ γέλασε, "χιιι χιιι χιιιι χι... καλέ, αυτό είναι το αστειάκι μου, δεν κατάλαβες; νάιν; χιιι χιιι χιιι χιιιι!"
ξανάβαλε τον ατσάλινο σωρό στην ντουλάπα. έκλεισε την πόρτα. "ω, χι χι χι!" κατέβασε ακόμη ένα αναψυκτικό.
ο Φον Μπ. άνοιξε ακόμα ένα μπουκάλι. τα ρουφούσε σα φίδι. "κύριοι είμαι καλλιτέχνης και εφευρέτης ταυτόχρονα! η πραγματική μου ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ, είναι η κόρη μου, η Τάνια..."
"κι άλλα αστειάκια Φον;" ρώτησα.
"τέρμα τα αστειάκια! Τάνια πήγαινε να καθίσεις στην αγκαλιά του κυρίου!"
η Τάνια γέλασε, σηκώθηκε, ήρθε και κάθισε στα γόνατα μου. ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ; δεν μπορούσα να το πιστέψω! το δέρμα της ήταν πραγματικό δέρμα ή, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, κι η γλώσσα της μέσα στο στόμα μου καθώς φιλιόμασταν, δεν ήταν μηχανική - κάθε κίνηση ήταν διαφορετική, ανταποκρινόταν στις δικές μου.

είχα πέσει με τα μούτρα, της ξέσκιζα την μπλούζα, τραβούσα την κυλότα της, πιο καυλωμένος από κάθε άλλη φορά, κι ενωθήκαμε. κάποια στιγμή βρεθήκαμε να να στεκόμαστε, την πήρα στο όρθιο, με τα χέρια μου πλεγμένα στα μακριά ξανθά μαλλιά της, τραβώντας της το κεφάλι προς τα πίσω, πιέζοντάς την σαν τρελός, την ένιωσα να φτάνει σ'οργασμό κι έχυσα μαζί της.
ήταν το καλύτερο γαμίσι της ζωής μου!

η Τάνια πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, ντύθηκε πάλι για τον Μάικ τον ινδιάνο. έτσι πίστευα τουλάχιστον.
"η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου" είπε σοβαρά ο Φον Μπράσλιτζ.
κι είχε δίκιο.
η Τάνια βγήκε, ήρθε και κάθισε στην αγκαλιά ΜΟΥ.
"ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΤΑΝΙΑ! ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥΝΟΥ! ΑΥΤΟΝ ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ ΓΑΜΗΣΕΣ!"

έμοιαζε σα να μη τον άκουγε. κι ήταν παράξενο, ακόμα και για μια ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ γιατί, στ'αλήθεια, ποτέ δεν υπήρξα ο τέλειος εραστής.
"μ'αγαπάς;" με ρώτησε.
"ναι".
"σ'αγαπώ. κι είμαι πολύ ευτυχισμένη. κανονικά, δε θα'πρεπε να ζω. το ξέρεις, έτσι δεν είναι;"
"Τάνια, το μόνο που ξέρω είναι ότι σ'αγαπώ".
"ο διάολος να σας πάρει" ούρλιαξε ο γέρος. "και σένα και τη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ!" άνοιξε το κουτί με τ'όνομα ΤΑΝΙΑ γραμμένο στη μια πλευρά. μικρά καλώδια ξεχύνονταν από μέσα, βελόνες που κουνιόνταν πέρα και δώθε καντράν, φωτάκια που αναβόσβηναν, πράγματα που χτυπούσαν ρυθμικά... ο Φον Μπ. ήταν ο πιο μουρλός νταβατζής που είχα δει στη ζωή μου. έπαιζε με τα καντράν και κάποια στιγμή κοίταξε την Τάνια:
"είκοσι πέντε ΧΡΟΝΙΑ! μια ολόκληρη ζωή για να σε φτιάξω! μέχρι που σ'έκρυψα κι από τον ΧΙΤΛΕΡ! και τώρα... πας να μου γίνεις μια συνηθισμένη σκύλα!"
"δεν είμαι είκοσι πέντε" είπε η Τάνια "είμαι 24".
"το'δες; το'δες; σαν τις άλλες χαμούρες κάνεις!"
ξαναγύρισε στα καντράν του.
"άλλαξες κραγιόν" είπα στην Τάνια.
"σ'αρέσει;"
"ω,ναι!"
έσκυψε και με φίλησε.
ο Φον Μπ. συνέχιζε να παίζει με τα καντράν του. το ένιωσα ότι θα νικούσε. Ο Φον Μπ. στράφηκε στον Μάικ τον ινδιάνο. "είναι μόνο ένα βραχυκύκλωμα. έχε μου εμπιστοσύνη. σ'ένα λεπτό θα το διορθώσω, για;"
"το ελπίζω" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος. "κάθομαι εδώ με δεκατέσσερις ίντσες που ανυπομονούν, άσε που ακούμπησα και είκοσι δολλάρια".
"σ'αγαπώ" είπε η Τάνια "δε θα ξαναγαμήσω άλλον άντρα στη ζωή μου αν δεν μπορώ να είμαι με σένα, δε θα δεχτώ να πάω με κανένα άλλο".
"Τάνια, πάντα θα σε συγχωρώ, ότι και να κάνεις".
ο καθηγητής κόντευε να διαλυθεί. γύριζε τους διακόπτες, αλλά δε γινόταν τίποτε. "ΤΑΝΙΑ! τώρα πρέπει να ΓΑΜΗΣΕΙΣ τον ΑΛΛΟ! Χριστέ μου... κουράστηκα... να πιω κάτι... να κοιμηθώ... Τάνια..."
"αμάν" είπε η Τάνια "άι στο διάολο βρωμερέ γεροπόρνε! εσύ και τα αναψυκτικά σου! και κάθε βράδυ να μου πιλατεύεις με τις ώρες τα βυζιά, ούτε να κοιμηθώ δεν μπορώ πια! και να σου σηκωνόταν τουλάχιστον! ξέρασμα σαν και σένα, δεν έχω ξαναδεί!"
"ΒΑΣ;"
"ΕΙΠΑ, ΟΥΤΕ ΜΙΣΟ ΠΟΝΤΟ ΔΕ ΣΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ!"
"Τάνια, θα μου το πληρώσεις αυτό! εσύ είσαι δικό μου δημιούργημα κι όχι εγώ δικό σου!"
έπαιζε με τα μαγικά του παιχνίδια τη μηχανή εννοώ. ήταν έξω φρενών και οργή του χάριζε μια ζωτική ευφυϊα που ξεπερνούσε τα όριά του.
"μια στιγμούλα Μάικ! το μόνο που θέλω είναι να ελέγξω τα ηλεκτρονικά! στάσου! ένα βραχυκύκλωμα! το βλέπω!"
χοροπηδούσε σα μανιακός. η μεγαλοφυία που σώσαμε απ'τους ρώσους.
κοίταξε τον Μάικ τον ινδιάνο: "το'φτιαξα! η μηχανή είναι εντάξει! καλή διασκέδαση!"
άνοιξε καινούριο μπουκάλι αναψυκτικό, βολεύτηκε για ν'απολαύσει το θέαμα.
η Τάνια σηκώθηκε απ'την αγκαλιά μου και ζύγωσε τον Μάικ τον ινδιάνο. τους είδα να αγκαλιάζονται.
του κατέβασε το φερμουάρ, χούφτωσε το πράμα του - και μα το Χριστό, ήταν πολύ ανεπτυγμένο - ο Μάικ είχε μιλήσει για δεκατέσσερις ίντσες μα εμένα μου φαίνονταν τουλάχιστον είκοσι.
η Τάνια του το'πιασε και με τα δυο χέρια.
ο Μάικ μούγκρισε, χαμένος στη δόξα της ηδονής.
του ξερίζωσε ττο πέος απ'το κορμί του, και το πέταξε στο πάτωμα. το είδα να κυλάει στο χαλί σαν ένα παρανοϊκό λουκάνικο, σημαδεύοντας το διάβα του με μικρές, λυπημένες σταγόνες αίμα. τσούλησε μέχρι τον τοίχο και σταμάτησε. απόμεινε εκεί σαν ένα περίεργο κατασκεύασμα με κεφάλι αλλά δίχως πόδια που δεν είχε πουθενά να πάει... κι αυτό ήταν γεγονός αναμφισβήτητο.
και μετά τ'αρχίδια τινάχτηκαν στον αέρα - θέαμα βαρύ και παλαβό. προσγειώθηκαν στο κέντρο του χαλιού και μην ξέροντας τι άλλο να κάνουν, αιμορραγούσαν.
αιμορραγούσαν, λοιπόν.
ο Φον Μπράσλιτζ, ο ήρωας της Αμερικανο-Ρώσικης εισβολής κοίταζε ότι είχε απομείνει από τον Μάικ τον ινδιάνο, τον παλιό μου σύντροφο των μεθυσιών, που ξάπλωνε στο πάτωμα κατακόκκινος, η πηγή της ροής κάπου στο κέντρο του κορμιού του, και το'βαλε στα πόδια, κουτρουβάλησε τις σκάλες...
στο δωμάτιο εξήντα εννιά είχαν γίνει τα πάντ εκτός απ'αυτό που συμβόλιζε π αριθμός του.
τη ρώτησα "Τάνια, όπου να'ναι καταφθάνουν οι μπάτσοι κι όλος ο υπόλοιπος συρφετός. θ'αφιερώσουμε τον αριθμό του δωματίου στον έρωτά μας;"
μόλις που προλάβαμε πριν ορμήσουν μέσα όλοι οι καθυστερημένοι μαζί.
ένας σοφότατος σπουδαγμένος κύριος δήλωσε ότι ο Μάικ ο ινδιάνος ήταν νεκρός.
κι επειδή ο Φον Μπ. ήταν προϊόν της κυβέρνησης είχε μαζευτεί κάμποσος κόσμος. διάφοροι χέστηδες αξιωματούχοι - πυροσβέστες, δημοσιογράφοι, μπασκίνες, η C.I.A., το F.B.I., κι άλλες ποικίλες μορφές ανθρώπινων σκατών.
η Τάνια ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά μου. "τώρα θα με σκοτώσουν, σε παρακαλώ, μη λυπηθείς πολύ".
ο Φον Μπράσλιτζ τσίριζε δείχνοντας την Τάνια: "ΚΥΡΙΟΙ, ΣΑΣ Τ'ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ΤΗΝ ΕΣΩΣΑ ΑΠ'ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ! σας λέω, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ΜΗΧΑΝΗ!"
κανείς δεν πίστευε τον Φον Μπ.
ήταν η πιο όμορφη μηχανή που είχαν ποτέ τους δει.
"σκατά, που να πάρει ο διάολος, ηλίθιοι! όλες οι γυναίκες είναι μηχανές για γαμίσι, καλά, ούτε αυτό δεν καταλαβαίνετε; ανοίγουν τα πόδια τους σ'αυτόν που θα τους δώσει τα περισσότερα! ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ. Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!"
εξακολουθούσαν να μην τον πιστεύουν.
ο Φον Μπράσλιτζ άδραξε το μπράτσο της Τάνιας και της το ξερίζωσε.
και στο εσωτερικό - μέσα στην τρύπα του ώμου της - είδαμε μόνο σωλήνες και καλώδια κουλουριασμένα το ένα μέσα στ'άλλο, σα φίδια, κι ακόμα, μια ουσία που πολύ αόριστα θύμιζε αίμα.
είδα την Τάνια να στέκει με τα σύρματα να ξεχύνονται από τον ώμο της. με κοίταξε:
"σε παρακαλώ κάν'το για μένα! σου ζήτησα να μη λυπηθείς!".
τους έβλεπα να την κομματιάζουν, να την ξεσκίζουν, να την βιάζουν.
δεν άντεξα. έσκυψα το κεφάλι κι έκλαψα...
α, ναι! είναι κι ο Μάικ ο ινδιάνος που έχασε οριστικά κι ανεπανόρθωτα τα είκοσί του δολλάρια.


πέρασαν κάμποσοι μήνες. δεν ξαναγύρισα στο μπαρ. έγινε κάποια δίκη, κι ο Φον Μπ. και η μηχανή του απαλλάχτηκαν. μετακόμισα σ'άλλη πόλη. και μια μέρα που περίμενα τη σειρά μου στο κουρείο, πήρα να ξεφυλλίσω ένα πορνοπεριοδικό. διάβασα την παρακάτω αγγελία: "φουσκώστε μόνος σας την κουκλίτσα σας! δολλάρια είκοσι εννιά και ενενήντα πέντε. ανθεκτικό ελαστικό υλικό με μεγάλη διάρκεια ζωής. αλυσίδες και μαστίγια, δυο περούκες, κραγιόν και μικρή ποσότητα ερωτικού φίλτρου. εταιρεία Φον Μπράσλιτζ".
του έστειλα μια ταχυδρομική επιταγή κάπου στη Μασαχουσέτη. κι αυτός είχε μετακομίσει.
το δέμα έφτασε σε τρεις βδομάδες. μ'έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. δεν είχα τρόμπα ποδηλάτου και μου σηκώθηκε μόλις ξετύλιξα το πακέτο. πήγα στο γωνιακό βενζινάδικο και ζήτησα την αντλία τους.
όσο φούσκωνα τόσο καλύτερο φαινόταν. μεγάλα βυζιά. θεόρατος κώλος.
"τ'είν'αυτό, ρε μάγκα;" με ρώτησε ο βενζινάς.
"άκου, φίλε, δανείζομαι λίγο αέρα. εντάξει; από σένα δεν παίρνω την βενζίνη μου; άντε, λοιπόν, κοίτα τη δουλειά σου".
"εντάξει, εντάξει, πάρε όσο αέρα θες. πειράζει που ρωτάω τι στο διάολο φουσκώνεις;"
"ξέχνα το!" είπα.
"ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ. ΚΟΙΤΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΥΖΙΑ!"
"ΑΥΤΑ ΚΟΙΤΑΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!"
τον άφησα να χάσκει με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, φορτώθηκα την κουκλίτσα στον ώμο και γύρισα σπίτι μου. την κουβάλησα στην κρεβατοκάμαρα.
και τώρα τι θα γινόταν;
άνοιξα τα πόδια της κι έψαξα να βρω κάποιο άνοιγμα.
ο Φον Μπ. τα είχε καταφέρει.
την καβάλησα κι άρχισα να φιλάω το λαστιχένιο της στόμα. κάπου κάπου, ρούφαγα τα τεράστια λαστιχένια βυζιά. της είχα φορέσει μια κίτρινη περούκα κι είχα αλείψει με το ερωτικό φίλτρο το πουλάκι μου. περίσσεψε κάμποσο - φαίνεται ότι θα'χε στείλει ποσότητα για ένα ολόκληρο χρόνο.
τη φιλούσα με πάθος πίσω απ'τ'αυτιά, της έβαζα κωλοδάχτυλο, της τον έμπηγα. σηκώθηκα, της έδεσα τα χέρια πίσω απ'την πλάτη και τη μαστίγωσα στ πισινά με τα δερμάτινα λουριά.
Χριστέ μου, πρέπει να 'μαι θεόμουρλος! σκέφτηκα.
τη γύρισα ανάσκελα και το'βαλα πάλι μέσα. πίεζα κι έσπρωχνα. για να πω την αλήθεια,ήταν μάλλον βαρετό. φαντάστηκα αρσενικά σκυλιά να γαμούν θηλυκά γατιά. φαντάστηκα δύο ανθρώπους να το κάνουν στον αέρα στην κάθετη πτώση τους από το Empire State Building. φαντάστηκα ένα μουνί μεγάλο σα χταπόδι να με πλησιάζει σέρνοντας, στάζοντας και βρωμοκοπώντας, αποζητώντας απελπισμένα έναν οργασμό. θυμήθηκα όλα τα βρακιά, γόνατα, γάμπες, βυζιά, μουνιά που είχα δει στη ζωή μου. το λάστιχο ιδρωκοπούσε΄ ιδρωκοπούσα κι εγώ.
"σ'αγαπώ μωρό μου" ψιθύρισα στο λαστιχένιο αυτί. ντρέπομαι που το λέω, αλλά ανάγκασα τον εαυτό μου να χύσει μέσα σ'αυτή τη βρωμερή λαστιχένια μάζα. δεν ήταν Τάνια αυτό το πράγμα.
πήρα ένα ξυράφι, και την έκοψα σε μικρά κομματάκια. την πέταξα στα σκουπίδια μαζί με τα άδεια κουτάκια μπύρας.
πόσοι άντρες στη Αμερική αγόραζαν τέτοια σκατά;
περπατώντας σ'οποιαδήποτε κεντρική λεωφόρο οποιασδήποτε αμερικάνικης πόλης, προσπερνάς πενήντα τουλάχιστον γαμισομηχανές - με τη μοναδική διαφορά πως αυτές προσποιούνται ότι είναι άνθρωποι.
καημένε μου ινδιάνε Μάικ. με τις είκοσι ίντσες νεκρού πούτσου.
όλοι οι δύστυχοι ινδιάνοι Μάικ. όλοι οι εξερευνητές του διαστήματος. όλες οι πουτάνες του Βιετνάμ και της Ουάσιγκτον.
φτωχή Τάνια, η κοιλιά της ήταν κοιλιά γουρούνας. οι φλέβες της, φλέβες σκυλιού. σπάνια έχεζε και κατουρούσε - μόνο γαμιόταν. η καρδιά της, η φωνή της, η γλώσσα της - όλα δανεικά, εκείνο τον καιρό λέγαν ότι είχαν πετύχει μόνο δεκαεφτά μεταμοσχεύσεις οργάνων. ο Φον Μπ. είχε προχωρήσει πολύ πιο μπροστά από την εποχή του.
η άμοιρη η Τάνια που έτρωγε τόσο λίγο - φτηνό τυρί και σταφίδες, κυρίως. δε γύρευε ούτε λεφτά, ούτε οικόπεδα, ούτε αμάξια τελευταία μοντέλα, ούτε πανάκριβα σπίτια. δε θέλησε έγχρωμη τηλεόραση, καινούρια καπέλα, μπότες, κουβεντούλες με ηλίθιες συζύγους στις πίσω αυλές. δεν έψαξε για σύζυγο γιατρό, χρηματιστή, γερουσιαστη, μπάτσο.
κι ο βενζινάς με ρωτάει "τι έγινε εκείνο το πράγμα που έφερες να φουσκώσεις εδώ;"
τώρα πια δε ρωτάει. άλλαξα βενζινάδικο. δεν ξαναπάτησα στο μπαρμπέρικο που είδα το περιοδικό με την αγγελία του Φον Μπράσλιτζ. κουρεύομαι αλλού. προσπαθώ να ξεχάσω τα πάντα.
τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;


Charles Bukowski - Η Γαμισομηχανή (από το βιβλίο Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας)

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

The Invisibles

Το Κακό επιβουλεύεται ακόμα μια φορά τις τύχες της ανθρωπότητας. Η ανθρώπινη ύπαρξη απειλείται σοβαρά από τις απόκοσμες δυνάμεις του Κακού. Θα'πρεπε να ανησυχείτε; Ε φυσικά και όχι. Η απάντηση είναι THE INVISIBLES. Οι INVISIBLES είναι μια μυστική κοινωνία που μάχεται δυναμικά την φωτιά, αντιμετωπίζοντας την με φωτιά. Απαρτίζεται από ανθρώπους με ξεχωριστές και ιδιαίτερες δυνάμεις. Δεν είναι οι σφίχτες που έχουμε συνηθίσει από τα κόμιξ της Μάρβελ, αλλά επειδή βαριέμαι να γράφω άλλα με τέτοια ζέστη απλά θα παραθέσω τα links παρακάτω κι όποιος θέλει μπορεί να ασχοληθεί.

Link 1
Link 2
Link 3
Link 4

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

ΦΡΑΣΕΙΣ - ARTHURE RIMBAUD

ΦΡΑΣΕΙΣ

Όταν ο κόσμος γίνει μόνο ένα δάσος μαύρο
για τα τέσερα κατάπληκτα μάτια μας - μια
παραλία με άμμο για δυο παιδιά πιστά - ένα
μελωδικό σπίτι για τη φωτεινή μας συμπάθεια -
εγώ θα σας βρώ.
Να'χει απομείνει εδώ κάτω μόνο ένας γέροντας,
γαλήνιος κι ωραίος, θαμμένος σε "πλούτη
αμύθητα" - κι εγώ πέφτω στα πόδια σας.
Να έχω κάνει πράξη την κάθε σας ανάμνηση,
-μόνο εγώ να'μαι κείνη που μπορεί να σας δέσει
γερά - θα σας πνίξω.

----------

Όταν γεμίζουμε με δύναμη - ποιος κάνει πίσω
και φοβάται; και με χαρά; -ποιος σοβαρεύει και
λυπάται; Όταν γινόμαστε πολύ κακοί -
σαν τι μας περιμένει;
Στολιστείτε, χορέψτε, γελάστε. - Ποτέ δεν θα
μπορέσω να ρίξω απ'το παράθυρο τον Έρωτα.

----------

Συντρόφισσα, ζητιάνα, παιδί τέρας! Πόσο
σου είναι αδιάφορες αυτές οι άμοιρες και τα
τερτίπια τους, και οι καημοί μου. Γίνε μαζί μας ένα,
με την αλλόκοτη φωνή σου, αυτή η φωνή σου!
σκληρή παρηγοριά για τούτη την απόγνωση
την τιποτένια.

----------

Βαρύ πρωινό, Ιούλιο μήνα. Μέσα στον άνεμο
πετά γεύση από στάχτες - οσμή από ξύλο στην
πυροστιά ιδρώνει - λουλούδια νοτισμένα - οι
βόλτες ερημώνουν - ψιλόβροχο των καναλιών
μες στους αγρούς - άρα,γιατί όχι και θυμίαμα
και παιχνιδάκια;

----------

Έχω τεντώσει εγώ σκοινιά από καμπαναριό
σε καμπαναριό. Γιρλάντες από παράθυρο σε
παράθυρο. Χρυσές αλυσίδες από αστέρι σε αστέρι.
Και χορεύω.

----------

Η πάνω λίμνη αχνίζει διαρκώς. Ποια μάγισσα
θα μείνει ορθή μες στο λευκό ηλιοβασίλεμα;
Ποιες φυλλωσιές μενεξεδένιες θα σκύψουν;

----------

Την ώρα που το δημόσιο χρήμα σκορπιέται
σε γιορτές αδελφοσύνης, μέσα στα σύννεφα σημαίνει
καμπάνα ρόδινης φωτιάς.

----------

Μια γεύση από σινική μελάνη ευχάριστα
ανασταίνει αυτή η βροχή της μαύρης σκόμης που
πέφτει αργά στην αγρυπνία μου. - Τις φλόγες του
πολυελαίου χαμηλώνω, κι ορμάω στο κρεβάτι,
και στην πλευρά του σκοταδιού γυρνώντας βλέπω
εσάς κορίτσια μου! βασίλισσές μου!

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Ούζο

Ούζο. Το ποτό που σκοτώνει. Γράφε με πλάγια γράμματα για να σε καταλαβαίνουν καλύτερα. Ήταν όταν πήγαμε στη προκυμαία. Όλοι μαζί. Εγώ και κάτι τύποι απ’ τον Άγιο Αθανάσιο και τους κέρασα μπύρες. Δεν ξέρω ποιος πρωτάρχισε να λέει τον πόνο του σε ποιον. Ήταν και αυτοί θύματα της ίδιας μπόρας. Στραπατσαρισμένα αμάξια, ποτά, ανίδεοι για το μέλλον τους. Κάποιος μας επιφυλάσσει κάτι μα δεν ξέρουμε τι. Οι ανασφαλείς αυτοί που δεν πέρασαν σε κάποια σχολή λόγω της αδιαφορίας που επικρατούσε στο σπίτι και στο νου τους. Ούζο. Μια φορά ήπιαμε και ευτυχώς που δεν ήταν κάποια θάλασσα κοντά για να πέσουμε μέσα. Έπειτα ο Πειραίας, ο Θανασούλης με εκείνη την γκόμενα που έπαιρνε τα βράδια και είχε αυτή την τρελή αφάνα. Μικρή…μικρή…Πως την λέγαν ; Καμαρωτή στα Εξάρχεια. Το έπαιζε rock star ακούγοντας Green Day. Κάτι έγινε αργότερα έφυγε αυτός, αυτή και έμεινα εγώ. Μόνος. Διαβάζοντας ένα ηλίθιο βιβλίο σε κάποιο παγκάκι κοντά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πίνοντας μπύρες.
Μα το Ούζο σας λέω Κύριοι μου είναι ποτό που πρέπει να το πίνετε εσείς όταν στοιχηματίζεται στον ιππόδρομο. Ναι! Βέβαια! Φυσικά! Μόνο ιππόδρομος και τίποτε άλλο. Τα άλλα είναι για τους παρακατιανούς. Ούζο και μεζές. Με τέτοια βολεύομαι και εγώ στο υπόγειο μου και όταν βγαίνω έξω ξεχνάω εντελώς και τον διπλανό μου. Μερικές φορές πιστεύω πως πετάω και ας περνάει η ώρα. Ποτέ μου δεν μπορώ να βγω ευτυχισμένος ο πρόστυχος γιατί το μεθύσι δημιουργεί εκείνη την εγρήγορση σαν μια διάπυρη έξαρση του γεννητικού σου συστήματος και θες να ενωθείς με έναν άγγελο που το παίζει δαίμονας για να σε παραπλανήσει.
Κι έβγαινα εκείνες τις νύχτες κοιτώντας με μίσος τους διπλανούς μου συνανθρώπους σε πεζούλια, σε μπαρ, σε λεωφορεία που έπαιρνα για να περιπλανηθώ εγώ και η Κυρία αξιότιμη μοναξιά μου σαν βασίλισσα της νύχτας και του εαυτού μου. Παρατηρούσα μερικές κυρίες που περνούσαν. Καλές κυρίες του δρόμου και της γειτονιάς. Μα όχι σαν την νεαρή περιπτερού που μου χαμογελούσε όποτε της ζητούσα μια κάρτα για το κινητό ή ένα πακέτο τσιγάρα αλλά ούτε και σαν την φουρνάρισσα, την πλαδαρή φουρνάρισσα που έβγαζε τις τυρόπιτες και τις σπανακόπιτες για να μου χαρίσει ένα ζωντανό χαμόγελο, σπαρταριστό και ευειδές.
Με διέκοψαν, με σκούντηξαν. Αχρείοι τύποι. Γιατί να σκουντάς έναν μεθυσμένο στο δρόμο. Τηλέφωνο. Ποιος να ‘ναι άραγε ; Ω! Αυτή. Βυζιά σαν πεπόνια που πέφτουν στο έδαφος. Λαχταριστά κόκκινα καρπούζια. Τα αγόραζα πριν βγούμε στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας και έπειτα στο κατακαλόκαιρο μου έλεγε η άλλη πως θα πάει στον Άλιμο για μπάνιο χλωμή και ευτυχισμένη με τους φίλους της. Έχεις μανία με τις τρελές ε ; Έχεις μανία ; Με ρώτησαν πολλοί και τους απάντησα ευχαρίστως ναι ασφαλώς και έχω.
Τώρα η μοίρα μου είναι στο υπόγειο και δεν μαρτυράω κανέναν αλλά ούτε και παραπονιέμαι. Τώρα που βλέπω πως φτιάξανε και τραίνο εδώ για να κινούμαστε πιο έυκολα στο έτος 2025. Ω! Ναι! Περάσανε τα χρόνια. Κάποια στιγμή την είδα και στο δρόμο όταν έπεφτε βροχή και μούσκευε τα παπούτσια τα πάνινα. Είχα ανοιχτό το ριγέ πουκάμισο μου και κοίταζα τον ουρανό. Ήμουν αξύριστος τρεις βδομάδες. Καταραμένη βροχή! Πότε θα μου δώσουν το νοίκι από εκείνο το καταραμένο διαμέρισμα στις Σέρρες ; Αραχνιασμένο και διαλυμένο από τότε που έφυγαν οι γονείς μου. Ναι. Με παρατήσανε και αυτοί. Αργός θάνατος από καρκίνο. Πατέρα γιατί έφυγες ; Μήτερα γιατί τον ακολούθησες ; Μελετούσα και εγώ τον θάνατο τους. Εξουσιάστηκα απ’ τον φόβο ότι θα μείνω μόνος. Έμεινα. Θείες, θείοι, νονός. Κανένας συγγενής. Όλοι στον κόσμο τους. Ένας αγαπητός αδερφός έμεινε που μου δώρισε τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Σημαδιακό δώρο.
Τώρα έβγαινα για να πάρω κάτι να φάω. Μια πίτα. Κάτι να βάλω στο στόμα μου μετά το χθεσινό μεθύσι. Μουσική ροκ. Grateful Dead κατά προτίμηση. Motorhead το Rock ΄n΄ Roll. Το Hotel California μ’ άρεσε πάντα περισσότερο απ’ το Stairway to Heaven. Περπατούσα στη βροχή. Λασπωμένοι δρόμοι. Σαν λέτσος. Θα έβγαινε κάποιος να με βρίσει, να με χλευάσει. Α! Ένδοξο παρελθόν δεν είχες σημασία πια. Πότε ήταν ένδοξο ; Σαν την ιστορία της Αγγλίας. Αποικίες, διάδοση του πολιτισμού, βασιλεία. Τώρα ο Λέοντας καθόταν και έπιανε τη χαίτη του με το αριστερό του πόδι. ¨Δύσκολοι καιροί για λιοντάρια¨. Ήμασταν πολύ σίγουροι με τους εαυτούς μας. Το ούζο μας κάρφωσε στο τέλος.
Τελευταίες, μικρές, γλυκερές, στιγμές. Να την! Ω! Μα δεν είναι αυτή! Πιο κοντό μαλλί. Το ίδιο παιχνιδιάρικο πρόσωπο. Η βροχή που πέφτει στο πρόσωπο της. Βεβηλώνει την μορφή της. Πως εκδικείσαι μια βροχή ; Με φόρεμα της τελευταίας μόδας. Αυτή ; Που άλλοτε. Ω! Επαναστάτρια και το άγγιγμα της. Χίλιες λόγχες καρφώθηκαν στην πλάτη σου τότε. Ναι. Χίλιες λεπίδες έσκισαν το σβέρκο σου. Αλλά τώρα. Ναι. Βαμμένη. Αυτή. Δεν ήταν δυνατόν. Κι όμως όλα ήταν δυνατά. Καριέρα. Η μισητή λέξη του καπιταλισμού. Καριέρα. Καριέρα. Δικαστικοί, στρατιωτικοί, εφοριακοί. Καριέρα. Ένας μεθυσμένος θεολόγος στην τελευταία του ώρα έβλεπε αγγέλους και ξημεροβραδιαζόταν στην Εκκλησία μπας και συναντήσει το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Μα βέβαια αυτός θα είναι κάπου στην Αθήνα. Τι δουλειά έχει εδώ πέρα ; Αλλά ήταν αυτή, πόσο είχε αλλάξει και τα χρόνια την είχαν κάνει πιο ώριμη. Ομορφότερη. Είχε γλυκάνει τώρα και το κορμί της δεν ήταν πια κοριτσίστικο. Έτσι ισχνό και χωρίς κάποια συγκεκριμένη φιγούρα. Τώρα μου έκανε μια διαφορετική εντύπωση. Θα μπορούσε να με πατήσει με το τακούνι της. Δεν είχα λεφτά για να την πείσω να με κάνει σκλάβο της για ένα εξάμηνο τουλάχιστον. Αυτή. Θα μπορούσα να κλάψω όπως έκλαψα την πρώτη φορά που την είδα και θα πέθαινα εκεί πέρα σε μια στιγμιαία αγκαλιά της λουσμένος από γκίνες και τραγούδια του παλιού, παλιού, παλιού καιρού. Ας ήταν και ηπειρώτικα. Ένα κλαρίνο. Ένα σαντούρι. Α! Όχι! Γκάιντα. Γκάιντα αγαπημένη γκάιντα. Και χιόνι μπόλικο χιόνι. Μαζί θα ταξιδεύαμε στο έλκηθρο, θα έμπαινα μέσα σπίτι της και ντυμένος άγιος Βασίλης θα την έπαιρνα στην αγκαλιά μου. Τάρανδοι ή σκυλιά δεν έχει σημασία. Θα μου χάιδευε τη χοντρή κοιλιά και θα μου έλεγε πόσο με αγαπάει, πηγαίνοντας ταξίδια μέσα απ’ το χιόνι και τους πάγους στη ζεστή ξύλινη κατοικία μου και εκεί θα ζούσαμε για όλη μας τη ζωή. Μικρή ατυχία. Το ούζο μας τα σαμποτάρισε όλα. Τώρα πλούσια τα ελέη της καριέρας. Τα καλά και συμφέροντα της τσέπεως ημών και την επανάσταση την γράφουμε εκεί που δεν χρειάζεται να σας πούμε. Μα δεν ήταν ποτέ θα μου ΄πει, δεν ήταν ποτέ. Θα ωρύεται μάλιστα. Εγώ ένας αλήτης ; Πως τολμούσα ; Οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις. Εγώ ; Ένα ρεμάλι που συνεχώς μεθάει με ούζο και άλλα ποτά;
Τώρα έβηχα. Ήταν αυτή. Με τον ανάλογο συνοδό και αυτοκίνητο. Ένα τζιπ. Δεν ξέρω από μάρκες. Τώρα θα γράφαμε κάποια ιστορία με τον κολλητό μου φίλο γι’ αυτούς που στέκονται στον σταθμό των τρένων. Κλεφτρόνια, μοναχούς, ομοφυλόφιλους, τραβεστί. Το κατακάθι που δεν δέχεται η κοινωνία. Τα ταμπού και τους μεθύστακες που δέρνουν τις γυναίκες τους και μετά μαχαιρώνουν ο ένας τον άλλον. Αγάπη μου είσαι τυχερή που δεν τα έζησες ποτέ αυτά ; Αν και εσύ ζούσες στον σταθμό. Α! Ναι! θυμάμαι. Με εκείνο το νυστέρι που έκανες αρχιτεκτονικά σχέδια. Ναι. Ναι. Ναι. Θα γίνεις διάσημη αρχιτέκτων και έγινες. Τώρα στο τζιπ, τώρα τα ξέχασες όλα. Θα έπρεπε να σου κόψω το λαιμό τότε που κρατούσα αυτό το νυστέρι αλλά με εμπόδιζε η ισόβια φυλάκιση και η διαπόμπευση. Θα χαλούσα και τη ζωή μου και είχα ακόμη να γευτώ αρκετή αμβροσία και νέκταρ σαν καλός Έλληνας μεθύστακας, σάτυρος, υπηρέτης του Διονύσου.
Τώρα η πορεία σου ήταν προδιαγεγραμμένη. Κατάλαβα τι είχε συμβεί και δεν το έψαξα πολύ. Αφού δεν σε ρώτησα καν τι είχε γίνει. Είναι αυτά τα συναδελφικά καταλαβαίνω. Οι χαρές, οι τούρτες, τα γενέθλια τα ταξιδάκια. Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία. Όλα αυτά τα καλά. Τα σουβενίρ και Άγιος ο Θεός, ο κόσμος καλά πάει και ας ψοφάνε οι άλλοι στο Μπαγλαντές. Δεν βαριέσαι βρε αδερφέ. Γνώρισα και εγώ μια νοσηλεύτρια μια φορά θυμάμαι που λικνιζόταν ακούγοντας λαικοποπ σαχλοτράγουδα και ήθελε να πάει στη Κένυα. Χαρήκανε οι μαύροι. Ουγκάντα, Κένυα ξέρω και εγώ ; Στα Γαλλία θα την πήρανε αρκετοί απ’ το Αλγέρι.
Μα εσύ έτσι τα είπαμε ; Έτσι τα συμφωνήσαμε ; Με τις τζιπάρες, με τον κουστουμάτο, με τα παιδάκια σου, με τα διαμαντικά σου. Εγώ τα περίμενα αλλιώς. Τότε με το ίδιο παντελόνι να σε έβλεπα και να κυματίζεις σαν χρυσή σημαία στην καρδιά μου. Κλασσική γυναίκα. Μετά με είπαν μισογύνη παρόλο που δεν συμπάθησα τον άλλον μισογύνη τον Πλάτωνα και εκείνον τον Χέγκελ που έλεγε ότι η φιλοσοφία δεν είναι για τις γυναίκες. Ε δεν είναι. Παρεκτρέπονται με αυτά. Και όταν πίνουν γίνονται ακόμα χειρότερες. Που να τις βάλεις να παίξουν και χαρτιά δηλαδή.
Στεκόμουν στη βροχή, απογοητευμένος απ’ το θέαμα. Ο τελευταίος μου έρωτας έπεσε και αυτός στο δέλεαρ του καπιταλισμού. Είναι οι πειρασμοί των ταξιδιών και οι ανέσεις όπως προανέφερα. Τι να κάνεις ; Είναι η γραμμή που πρέπει να ακολουθήσεις. Γάμος, παιδί, να κοιτάς και την καριέρα, ταξιδάκια, εκλεκτά φαγητά, ωραίοι δίσκοι, καλό σεξ, ένας ερωμένος αργότερα. Ποιος ξέρει ; Μπορεί να πεθάνεις και σαν καλή γιαγιά περιτριγυρισμένη απ΄τα τέκνα σου. Η καλή γιαγιά θα λένε που μας έφερε στον κόσμο. Σιγά τη μπάσταρδη. Μπορεί και μεθυσμένη να ήσουν όταν συνέλαβες το πρώτο σου μούλικο. Εν τέλει τι έγινε ; Γεμίσαμε κωλόπαιδα. Είναι και το ποιος θα με φροντίσει εμένα. Οι γερομεθύστακες δεν έχουν γοητεία. Είναι γνωστό αυτό και τότε θα έχω γράψει και χιλιάδες στίχους. Ίσως έχω και τη φωτογραφία σου κάπου και την κοιτάω και σε θυμάμαι . Έτσι όπως σε γνώρισα, έτσι στα είκοσι μου χρόνια αγνή παρθένα και με μάτια που έλαμπαν με όρεξη για ζωή και όχι έτσι όπως σε κατάντησε ο πολιτισμός. Με τα ρούχα του, με τις καριέρες του, με τις διασκεδάσεις του και με τις μαλακίες του. Αντίο σας. Τα λέμε άλλη φορά. Φιλάκια πολλά.


Ιωάννης Κ.