Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

Ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη



Επιτύμβιον

Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.

Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.

(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)

Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.

Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.


Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατί, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Νοέμβρης 1983


Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.

Σημ.: Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ - ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ (ARTHURE RIMBAUD)



ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

ΚΑΠΟΤΕ ΕΑΝ Η ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΣΩΣΤΑ

Κάποτε,εάν η μνήμη μου με υπηρετεί σωστά,η ζωή μου ήταν ένα συμπόσιο όπου κάθε καρδιά φανέρωσε τον εαυτό της,όπου κάθε κρασί κύλησε.

Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στην αγκαλιά μου--και τη θεώρησα πικρή--και τη προσέβαλλα.

Σκλήραινα τον εαυτό μου ενάντια στη δικαιοσύνη.

Έφυγα.Ω! μάγισες,Ω! μιζέρια,Ω! μίσος,ο θησαυρός μου αφέθηκε στη φροντίδα σου...

Έσβησα μέσα μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα.Με το σιωπηλό άλμα του βαρύθυμου κτήνος.Γονάτισα και στραγγάλισα κάθε χαρά.

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣE WORD

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΤΗΝ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΘΑΝΟ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟ

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΟΥ ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (CHARLES BAUDELAIRE)

Ο βρικόλακας

Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλιστρήσω κοντά σου αχνός
σαν τα φαντάσματα της νυχτός.

Ξανά θα σου δώσω, μελαχρινή μου,
σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.

Και μόλις φέξει η αυγή η πελιδνή,
τη θέση μου θα βρείς εκεί αδειανή
και κρύα ώσπου να'ρθει πάλι το βράδυ.

Όπως οι άλλοι μ'αγκαλιές και χάδι,
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με την φρίκη εγώ!

-----------------

Ο τάφος ενός καταραμένου ποιητή

Αν κάποια νύχτα μαύρη και βαριά,
κανένας χριστιανός σαν από χάρη,
πλάι σε κάποια χαλάσματα παλιά,
θάψει το φημισμένο σου κουφάρι,

την ώρα που τ'αστέρια αγνά ένα ένα,
τα μάτια τους σφάλουν τα κουρασμένα,
τα δίχτυα της η αράχνη εκεί θα στήσει
κι η όχεντρα τα παιδιά της θα γεννήσει.

Και θεν'ακούς όλο το χρόνο εσύ,
πάνω απ'το κολασμένο σου κεφάλι,
των λύκων τη θρηνητική κραυγή,

της πεινασμένης μάγισσας στριγκλιές,
του γέρου του λάγνου την κραιπάλη
και των κλεφτών τα σχέδια για κλεψιές.

---------------------------

Spleen

Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ'την πλήξη του την τόση αγκομαχάει
και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει
και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ'της νυχτός, σκορπάει΄

όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,
όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει
κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη
κι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει
΄

όταν τ'ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,
που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,
και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει
βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,

άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,
που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε
καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,
κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.

Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία
περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη
και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία
δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.

----------------------------

Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τ'αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά' σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
" Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι'αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ'αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα'κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!"

Και το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ'τα κόκκαλά μου,
και λαγνεμένος έστρεψα σ'εκείνην τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου,
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα.

----------------------

Οι λιτανείες του Σατανά

Ω Συ, ο πιο όμορφος κι ο πιο σοφός απ'τους Αγγέλους,
Θεέ που η μοίτα σε πρόδωσε και δε σου ψέλνουν ύμνους,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Της εξορίας, ω Πρίγκιπα, που σ'αδικήσαν κι όμως,
και νικημένος πιο ισχυρός ορθώνεσαι, Συ, αιώνια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που όλα τα γρικάς, τρανέ ρήγα του κάτω κόσμου
και γιατρευτή πονετικέ κάθε αγωνίας του ανθρώπου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που και στους πανάθλιους και στους λεπρούς ακόμα
μαθαίνεις με τον έρωτα το τι ο Παράδεισος είναι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, που από το Θάνατο - παλιά, τρανή σου αγάπη -
γέννησες την Ελπίδα - μια τρελή χαριτωμένη,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που ησυχάζεις τη ματιά του κάθε προγραμμένου,
που ολόκληρο ντροπιάζει λαό γύρω απ'την καρμανιόλα,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Εσύ, που ξέρεις πού, βαθιά στη γη, στα έγκατά της,
έκρυψε ο Θεός ζηλόφθονα τ'ατίμητα πετράδια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που'χεις μάτι που τρυπά τα τρίσβαθα εργαστήρια,
που μέσα τους τα μέταλλα κοιμούνται αποκρυμμένα.

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που το χέρι σου, πλατύ, βάραθρα κλει και σώζει
τον υπνοβάτη που βαδίζει στων σκεπών το χείλος,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που σαν μάγος τα σκληρά τα κόκκαλα απαλύνεις
του μέθυσου που νύχτωσε κι άλογα τον πατήσαν,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τον πόνο του άρρωστου για να τόνε γλυκάνεις,
μας έμαθες να σμίγουμε το νίτρο με το θειάφι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τη βούλα σου, ω κρυφέ συνένοχε, την βάζεις
στο μέτωπο του ανήλεου και τιποτένιου κροίσου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τα μάτια, την καρδιά των κοριτσιώνε κάνεις,
τους πονεμένους ν'αγαπούν και τους κουρελιασμένους,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, ραβδί του εξόριστου και λάμπα του εφευρέτη,
του κρεμασμένου και του συνωμότη ξομολόγε,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Θετέ πατέρα, Εσύ, εκείνων, που μες στη μαύρη οργή του
τους έδιωξε από την Εδέμ της γης ο Θεός Πατέρας,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δόξα σ'Εσένα, ω Σατανά, κει πάνω στα Ουράνια
που μια φορά βασίλεψες δόξα και μες στα βάθη
της Κόλασης, που σιωπηλά ρεμβάζεις, νικημένος!
Κάνε η ψυχή μου πλάι σου στης Γνώσης από κάτω
το Δέντρο ανάπαυση να βρει, όταν στο μέτωπό σου
θεν' απλωθούν σαν ένας Ναός καινούργιος τα κλωνιά του!




Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

ΠΡΟΣΕΧΩΣ..... ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ - ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ (ARTHURE RIMBAUD)

Μια Εποχή στην Κόλαση θα φτάσει στις οθόνες των υπολογιστών σας μέσω αυτού του ιστολογίου. Αναμείνατε...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΟΥ, ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Έτυχε να βρεθώ στο χώρο δεξιώσεων μιας φαρμακευτικής εταιρείας και ζήλεψα τον συλλέκτη, οπότε τους φωτογράφισα. Έχοντας βρεθεί παλιότερα σε μια άλλη εταιρεία είχα την ευκαιρία να δω έναν άλλο ακόμα φοβερότερο πίνακα του Γιώργου Νίκου όπου απεικονιζόταν η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μάχη μεταξύ υπερασπιστών και πολιορκούντων πανω στα συντρίμια του γκρεμισμένου τείχους. Από εκείνη την μέρα άρχισα να ψάχνω στο Διαδίκτυο έργα του καλλιτέχνη αυτού αλλά δεν βρήκα κάτι.



Τρίτη 6 Μαΐου 2008

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ, ΜΙΓΚΕΛ ΠΙΝΙΕΡΟ - SEEKING THE CAUSE, MIGUEL PINERO


ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ

ήταν Νεκρός
ποτέ δεν Έζησε
πέθανε
πέθανε
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
επειδή
είπε
ποτέ δεν είδε τον σκοπό
αλλά άκουσε
τον σκοπο
άκουσε τα κλάμματα των πειναμένων παιδιων του γκέτο
άκουσε την προειδοποιήση από τον Μάλκολμ
άκουσε τα τρακτέρ να στρώνουν καινούριους δρόμους σε καινούριες φυλακές
πεθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
αναζητώντας έναν Σκοπό
ήταν νεκρός στην άφιξη
δεν Έζησε ποτέ πραγματικά
εκτός πόλης...στο κέντρο της πόλης...στην άλλη άκρη της πόλης...
το πτώμα βρέθηκε παντού στην πόλη
αναζητώντας τον Σκοπό
σκεπτόμενος οτι ο Σκοπός ήταν 75 δολλάρια και κροκοδειλίσια παπούτσια
σκεπτόμενος ότι ο Σκοπός ήταν να πουλάς την λευκή κυρία σε μαύρους
πιτσιρικάδες
σκεπτόμενος οτι ο σκοπός είναι να βρεθείς με την Gypsy Rose ή με την J.B.
ή να εμπορεύεσαι παλαβιάρικο χόρτο
και να τραγουδάς στο πάρκο μετά από μαστούρα
πέθανε αναζητώντας τον Σκοπό
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπο
και ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας τον
και ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας τον
και ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας τον
ήθελε έγχρωμη τηλεόραση
ήθελε ένα φουλάρι πάνω στο μεταξωτό κοστούμι
ήθελε τον Σκοπό να έρθει σαν τους μετεωρίτες και
να ξεσηκώσει την παγκόσμια αλληλουχία αντιδράσεων
ήθελε... ήθελε... ήθελε... ήθελε...
να θέλει περισσότερα θέλω
αλλά
ποτέ δεν έδωσε
ποτέ δεν έδωσε

-
ποτέ δεν έδωσε αγάπη στα παδιά του
ποτέ δεν έδωσε την καρδιά του στους γηραιούς
και
δεν έδωσε ποτέ μα ποτέ
την ψυχή του στους ανθρώπους του
δεν έδωσε ποτέ την ψυχή του στους δικούς του
επειδή ήταν απασχολημένος να αναζητά έναν σκοπό
απασχολημένος
απασχολημένος με το να τελειοποιεί την φωνή του
για να εναρμονίζεται στον εθνικό ύμνο
με τον σπύρο άγκνιου
απασχολημένος με το να τελειοποιεί την χοροπηδηχτή του ομιλία
ώστε να μην φανεί η χαμέρπειά του
απασχολημένος με το να τελειοποιεί τους λόγους του υπερ της αστυνομίας
εκτός πόλης...στο κέντρο της πόλης...στη μέση της πόλης...στην άλλη άκρη της πόλης...
το πτώμα του βρέθηκε σε όλη την πόλη
αναζητώντας έναν Σκοπό
αναζητώντας τον Σκοπό
βρέθηκε
σε χωράφια από άργιλο
βρέθηκε
σε μια κακόφημη συνοικία
τα πόδια του έμειναν στο Βιετνάμ
τα μπράτσα του βρέθηκαν στο Σινγκ-Σινγκ
το σκαλπ του ήταν πάνω στη ζώνη του Νίξον
το αίμα του έβαψε τους δρόμους του γκέτο
τα μάτια του ακόμα έψαχναν για τον ιησού να κατέβει
απο κάποιο σύννεφο και να τα κάνει όλα εντάξει
όταν ο ιησούς πέθανε στην αττική
τα μυαλά του σοβάντισαν το κτίριο του πενταγώνου
η φωνή του ακόμα ούρλιαζε ΑΣΤΕΡΟΕΣΣΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
κοσκινήστηκε με τις αστυνομικές σφαίρες που οι φόροι του αγόρασαν
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
αναζητώντας τον Σκοπό
ενώ ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας εκείνον
πέθανε χτές
πεθαίνει σήμερα
είναι αύριο νεκρός
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
πέθανε αναζητώντας τον Σκοπό
και ο Σκοπός ήταν μπροστά του
και ο Σκοπός ήταν μέσα στο δέρμα του
και ο Σκοπός ήταν μέσα στην ομιλία του
και ο Σκοπός ήταν μέσα στο αίμα του
αλλά
πέθανε αναζητώντας τον Σκοπό
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
πέθανε
κουφός
μουγγός
και
τυφλός
πέθανε
και ποτέ δεν βρήκε τον Σκοπό του
επειδή
βλεπείς ποτέ μα ποτέ
δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο
Σκοπός.


Και το πρωτότυπο....

Seekin' The Cause
by Miguel Pinero

he was Dead
he never Lived
died
died
he died seekin' a Cause
seekin' the Cause
because
he said
he never saw the cause
but he heard
the cause
heard the cryin' of hungry ghetto children
heard the warnin' from Malcolm
heard the tractors pave new routes to new prisons
died seekin' the Cause
seekin' a Cause
he was dead on arrival
he never really Lived
uptown . . . downtown . . . crosstown
body was round all over town
seekin' the Cause
thinkin' the Cause was 75 dollars & gator shoes
thinkin' the Cause was sellin' the white lady to black
children
thinkin' the cause is to be found in gypsy rose or j. b.
or dealin' wacky weed
and singin' du-wops in the park after some chi-chiba
he died seekin' the Cause
died seekin' a Cause
and the Cause was dyin' seekin' him
and the Cause was dyin' seekin' him
and the Cause was dyin' seekin' him
he wanted a color t. v.
wanted a silk on silk suit
he wanted the Cause to come up like the mets & take the
world series
he wanted . . . he wanted . . . he wanted . . . he wanted
to want more wants
but
he never gave
he never gave

-

he never gave his love to children
he never gave his heart to old people
&
never did he ever give his soul to his people
he never gave his soul to his people
because he was busy seekin' a cause
busy
busy perfectin' his voice to harmonize the national anthem
with spiro t agnew
busy perfectin' his jive talk so that his flunkiness
wouldn't show
busy perfectin' his viva-la-policia speech
downtown . . . uptown . . . midtown . . . crosstown
his body was found all over town
seekin' a Cause
seekin' the Cause
found
in the potter fields of an o. d.
found
in the bowery with the d. d. t.'s
his legs were left in viet-nam
his arms were found in sing-sing
his scalp was on Nixon's belt
his blood painted the streets of the ghetto
his eyes were still lookin' for jesus to come down
on some cloud & make everything ok
when jesus died in attica
his brains plastered all around the frames of the pentagon
his voice still yellin' stars & stripes 4 ever
riddled with the police bullets his taxes bought
he died seekin' a Cause
seekin' the Cause
while the Cause was dyin' seekin' him
he died yesterday
he's dyin' today
he's dead tomorrow
died seekin' a Cause
died seekin' the Cause
& the Cause was in front of him
& the Cause was in his skin
& the Cause was in his speech
& the Cause was in his blood
but
he died seekin' the Cause
he died seekin' a Cause
he died
deaf
dumb
&
blind
he died
& never found his Cause
because
you see he never never
knew that he was the
Cause.






ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ- ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ Ή CHARLES BUKOWSKI ΟΠΩΣ ΠΡΟΤΙΜΑΤΕ

ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Μπάρνυ, το κατάλαβες αμέσως
όταν έκοψαν στη μέση το
μήλο
ότι στο δικό σου κομμάτι θα υπήρχε το
σκουλήκι.
ήξερες ότι ποτέ δεν θα ονειρευόσουν ένδοξους κατακτητές
ή κύκνους.
κάθε άνθρωπος έχει την προκαθορισμένη του θέση κι η
δική σου είναι
στο τέλος της ουράς,
μιας μακριάς, μακριάς ουράς,
μιας σχεδόν ατέλειωτης ουράς
κάτω απ΄τις χειρότερες δυνατές καιρικές συνθήκες.
ποτέ δεν θα σ'αγκαλιάσει μια όμορφη κυρία
κι η θέση σου στο σύμπαν των πραγμάτων
θα περάσει απαρατήρητη.
υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στη γη όχι για να ζήσουν
αλλά για να πεθάνουν
αργά και βασανιστικά ή
γρήγορα κι
ανώφελα.
οι δεύτεροι είναι οι τυχεροί.
Μπάρνυ, δεν ξέρω τι να πω.
συμβαίνουν
αυτά.
είναι καθαρά θέμα τύχης.
γεννηθήκαμε δίχως τύχη και δίχως αγάπη,
μας πέταξαν στο καζάνι που βράζει.
θα ξεχαστείς όσο γρήγορα
ξεχνιέται το όνειρο της περασμένης βδομάδας.
Μπάρνυ, η δικαιοσύνη δεν έχει καμιά σημασία.
κάθε ηρωική προσπάθεια αποτυγχάνει.
Μπάρνυ, έχεις ένα δισεκατομμύριο ονόματα
κι άλλα τόσα πρόσωπα.
δεν είσαι μόνος.
αρκεί να κοιτάξεις
γύρω σου.

Τσάρλς Μπουκόφσκι, Η Λάμψη Της Αστραπής Πίσω Από Το Βουνό

Το Κοράκι από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε - The Raven by Edgar Allan Poe

The Raven

Edgar Allan Poe

[First published in 1845)


Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!


ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα θλιβερά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογιζόμουν, πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης, έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος, όπως όταν κάποιος χτυπάει ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου. «Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου. Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω».

Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη, και η κάθε μια ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλώνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα. Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου ένα τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Λενόρ την εξαίρετη κι απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ εδώ όμως μένει παντοτινά.χωρίς όνομα να την καλούν.

Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε μιας βυσσινί κουρτίνας, μου γεννούσε το ρίγος της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούε τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν. Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και είπα σα να επαναλάμβανα: «Κάποιος επισκέπτης θα είναι στην θύρα της κάμεράς μου που εκλιπαρεί να εισέλθει. Κάποιος αργοπορημένος επισκέπτης που εκλιπαρεί από την πόρτα του δωματίου μου να εισέλθει. Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο».

Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό. «Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπαρώ την συγχώρεσή σας, αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου, που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.




Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκότάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος, την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί. Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο, και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Λενόρ». Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Λενόρ». Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.

Ξαναγυρίζοντας στην κάμερα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο. «Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο είναι στο καφασωτό του παραθύρου μου, ας δω επομένως τι είναι σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».

Σε αυτό το σημείο ανοίγω το πατζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα, εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών. Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του, αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στην θύρα της κάμεράς μου- κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου- κούρνιασε ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.

Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει σε χαμόγελο, με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε. Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι, ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας!» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντάς το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα, μολονότι η απάντησή του λίγα σήμαινε μεγάλη συνάφεια δεν είχε. Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο ον ποτέ δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της κάμαράς του είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της κάμεράς του, να έχει ένα τέτοιο όνομα όπως το «Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις. Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα: «Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές». Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».

Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε, είπα: «Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό που γράπωσε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανηλεής του Kαταστροφή τον ζύγωνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μία μοναδική επωδό να φέρουν, μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουνε το μελαγχολικό φορτίο του Ποτέ Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυπημένη μου ψυχή στο γέλιο, Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα. Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη, Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο του παλαιού καιρού πουλί, Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο του παλαιού καιρού πουλί Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».

Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου· Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας. Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας, και που Εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.

Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι που το έσειε ένα Σεραφείμ και τα βήματά του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο. «Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα δια μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα Ανακούφιση ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Λενόρ! Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Λενόρ». «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, ή και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά, Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια σε αυτό το σπίτι που το στοίχειωσε η Φρίκη - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά της Γαλαάδ;» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα «της συμφοράς το πράγμα! - προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος! Στο όνομα του ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ, Πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ- Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Λενόρ την αποκαλούν οι άγγελοι». «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!» Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης «Να επιστέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας! Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου! Μη μου ταράζεις τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου! Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακρυά απ' την πόρτα μου!» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται, στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμερας και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει, και το φως της λάμπας χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του· και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα, δεν θα ανασηκωθεί ποτέ πια.

Μετάφραση: Ηλίας Πολυχρονάκης