Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Ούζο

Ούζο. Το ποτό που σκοτώνει. Γράφε με πλάγια γράμματα για να σε καταλαβαίνουν καλύτερα. Ήταν όταν πήγαμε στη προκυμαία. Όλοι μαζί. Εγώ και κάτι τύποι απ’ τον Άγιο Αθανάσιο και τους κέρασα μπύρες. Δεν ξέρω ποιος πρωτάρχισε να λέει τον πόνο του σε ποιον. Ήταν και αυτοί θύματα της ίδιας μπόρας. Στραπατσαρισμένα αμάξια, ποτά, ανίδεοι για το μέλλον τους. Κάποιος μας επιφυλάσσει κάτι μα δεν ξέρουμε τι. Οι ανασφαλείς αυτοί που δεν πέρασαν σε κάποια σχολή λόγω της αδιαφορίας που επικρατούσε στο σπίτι και στο νου τους. Ούζο. Μια φορά ήπιαμε και ευτυχώς που δεν ήταν κάποια θάλασσα κοντά για να πέσουμε μέσα. Έπειτα ο Πειραίας, ο Θανασούλης με εκείνη την γκόμενα που έπαιρνε τα βράδια και είχε αυτή την τρελή αφάνα. Μικρή…μικρή…Πως την λέγαν ; Καμαρωτή στα Εξάρχεια. Το έπαιζε rock star ακούγοντας Green Day. Κάτι έγινε αργότερα έφυγε αυτός, αυτή και έμεινα εγώ. Μόνος. Διαβάζοντας ένα ηλίθιο βιβλίο σε κάποιο παγκάκι κοντά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πίνοντας μπύρες.
Μα το Ούζο σας λέω Κύριοι μου είναι ποτό που πρέπει να το πίνετε εσείς όταν στοιχηματίζεται στον ιππόδρομο. Ναι! Βέβαια! Φυσικά! Μόνο ιππόδρομος και τίποτε άλλο. Τα άλλα είναι για τους παρακατιανούς. Ούζο και μεζές. Με τέτοια βολεύομαι και εγώ στο υπόγειο μου και όταν βγαίνω έξω ξεχνάω εντελώς και τον διπλανό μου. Μερικές φορές πιστεύω πως πετάω και ας περνάει η ώρα. Ποτέ μου δεν μπορώ να βγω ευτυχισμένος ο πρόστυχος γιατί το μεθύσι δημιουργεί εκείνη την εγρήγορση σαν μια διάπυρη έξαρση του γεννητικού σου συστήματος και θες να ενωθείς με έναν άγγελο που το παίζει δαίμονας για να σε παραπλανήσει.
Κι έβγαινα εκείνες τις νύχτες κοιτώντας με μίσος τους διπλανούς μου συνανθρώπους σε πεζούλια, σε μπαρ, σε λεωφορεία που έπαιρνα για να περιπλανηθώ εγώ και η Κυρία αξιότιμη μοναξιά μου σαν βασίλισσα της νύχτας και του εαυτού μου. Παρατηρούσα μερικές κυρίες που περνούσαν. Καλές κυρίες του δρόμου και της γειτονιάς. Μα όχι σαν την νεαρή περιπτερού που μου χαμογελούσε όποτε της ζητούσα μια κάρτα για το κινητό ή ένα πακέτο τσιγάρα αλλά ούτε και σαν την φουρνάρισσα, την πλαδαρή φουρνάρισσα που έβγαζε τις τυρόπιτες και τις σπανακόπιτες για να μου χαρίσει ένα ζωντανό χαμόγελο, σπαρταριστό και ευειδές.
Με διέκοψαν, με σκούντηξαν. Αχρείοι τύποι. Γιατί να σκουντάς έναν μεθυσμένο στο δρόμο. Τηλέφωνο. Ποιος να ‘ναι άραγε ; Ω! Αυτή. Βυζιά σαν πεπόνια που πέφτουν στο έδαφος. Λαχταριστά κόκκινα καρπούζια. Τα αγόραζα πριν βγούμε στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας και έπειτα στο κατακαλόκαιρο μου έλεγε η άλλη πως θα πάει στον Άλιμο για μπάνιο χλωμή και ευτυχισμένη με τους φίλους της. Έχεις μανία με τις τρελές ε ; Έχεις μανία ; Με ρώτησαν πολλοί και τους απάντησα ευχαρίστως ναι ασφαλώς και έχω.
Τώρα η μοίρα μου είναι στο υπόγειο και δεν μαρτυράω κανέναν αλλά ούτε και παραπονιέμαι. Τώρα που βλέπω πως φτιάξανε και τραίνο εδώ για να κινούμαστε πιο έυκολα στο έτος 2025. Ω! Ναι! Περάσανε τα χρόνια. Κάποια στιγμή την είδα και στο δρόμο όταν έπεφτε βροχή και μούσκευε τα παπούτσια τα πάνινα. Είχα ανοιχτό το ριγέ πουκάμισο μου και κοίταζα τον ουρανό. Ήμουν αξύριστος τρεις βδομάδες. Καταραμένη βροχή! Πότε θα μου δώσουν το νοίκι από εκείνο το καταραμένο διαμέρισμα στις Σέρρες ; Αραχνιασμένο και διαλυμένο από τότε που έφυγαν οι γονείς μου. Ναι. Με παρατήσανε και αυτοί. Αργός θάνατος από καρκίνο. Πατέρα γιατί έφυγες ; Μήτερα γιατί τον ακολούθησες ; Μελετούσα και εγώ τον θάνατο τους. Εξουσιάστηκα απ’ τον φόβο ότι θα μείνω μόνος. Έμεινα. Θείες, θείοι, νονός. Κανένας συγγενής. Όλοι στον κόσμο τους. Ένας αγαπητός αδερφός έμεινε που μου δώρισε τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Σημαδιακό δώρο.
Τώρα έβγαινα για να πάρω κάτι να φάω. Μια πίτα. Κάτι να βάλω στο στόμα μου μετά το χθεσινό μεθύσι. Μουσική ροκ. Grateful Dead κατά προτίμηση. Motorhead το Rock ΄n΄ Roll. Το Hotel California μ’ άρεσε πάντα περισσότερο απ’ το Stairway to Heaven. Περπατούσα στη βροχή. Λασπωμένοι δρόμοι. Σαν λέτσος. Θα έβγαινε κάποιος να με βρίσει, να με χλευάσει. Α! Ένδοξο παρελθόν δεν είχες σημασία πια. Πότε ήταν ένδοξο ; Σαν την ιστορία της Αγγλίας. Αποικίες, διάδοση του πολιτισμού, βασιλεία. Τώρα ο Λέοντας καθόταν και έπιανε τη χαίτη του με το αριστερό του πόδι. ¨Δύσκολοι καιροί για λιοντάρια¨. Ήμασταν πολύ σίγουροι με τους εαυτούς μας. Το ούζο μας κάρφωσε στο τέλος.
Τελευταίες, μικρές, γλυκερές, στιγμές. Να την! Ω! Μα δεν είναι αυτή! Πιο κοντό μαλλί. Το ίδιο παιχνιδιάρικο πρόσωπο. Η βροχή που πέφτει στο πρόσωπο της. Βεβηλώνει την μορφή της. Πως εκδικείσαι μια βροχή ; Με φόρεμα της τελευταίας μόδας. Αυτή ; Που άλλοτε. Ω! Επαναστάτρια και το άγγιγμα της. Χίλιες λόγχες καρφώθηκαν στην πλάτη σου τότε. Ναι. Χίλιες λεπίδες έσκισαν το σβέρκο σου. Αλλά τώρα. Ναι. Βαμμένη. Αυτή. Δεν ήταν δυνατόν. Κι όμως όλα ήταν δυνατά. Καριέρα. Η μισητή λέξη του καπιταλισμού. Καριέρα. Καριέρα. Δικαστικοί, στρατιωτικοί, εφοριακοί. Καριέρα. Ένας μεθυσμένος θεολόγος στην τελευταία του ώρα έβλεπε αγγέλους και ξημεροβραδιαζόταν στην Εκκλησία μπας και συναντήσει το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Μα βέβαια αυτός θα είναι κάπου στην Αθήνα. Τι δουλειά έχει εδώ πέρα ; Αλλά ήταν αυτή, πόσο είχε αλλάξει και τα χρόνια την είχαν κάνει πιο ώριμη. Ομορφότερη. Είχε γλυκάνει τώρα και το κορμί της δεν ήταν πια κοριτσίστικο. Έτσι ισχνό και χωρίς κάποια συγκεκριμένη φιγούρα. Τώρα μου έκανε μια διαφορετική εντύπωση. Θα μπορούσε να με πατήσει με το τακούνι της. Δεν είχα λεφτά για να την πείσω να με κάνει σκλάβο της για ένα εξάμηνο τουλάχιστον. Αυτή. Θα μπορούσα να κλάψω όπως έκλαψα την πρώτη φορά που την είδα και θα πέθαινα εκεί πέρα σε μια στιγμιαία αγκαλιά της λουσμένος από γκίνες και τραγούδια του παλιού, παλιού, παλιού καιρού. Ας ήταν και ηπειρώτικα. Ένα κλαρίνο. Ένα σαντούρι. Α! Όχι! Γκάιντα. Γκάιντα αγαπημένη γκάιντα. Και χιόνι μπόλικο χιόνι. Μαζί θα ταξιδεύαμε στο έλκηθρο, θα έμπαινα μέσα σπίτι της και ντυμένος άγιος Βασίλης θα την έπαιρνα στην αγκαλιά μου. Τάρανδοι ή σκυλιά δεν έχει σημασία. Θα μου χάιδευε τη χοντρή κοιλιά και θα μου έλεγε πόσο με αγαπάει, πηγαίνοντας ταξίδια μέσα απ’ το χιόνι και τους πάγους στη ζεστή ξύλινη κατοικία μου και εκεί θα ζούσαμε για όλη μας τη ζωή. Μικρή ατυχία. Το ούζο μας τα σαμποτάρισε όλα. Τώρα πλούσια τα ελέη της καριέρας. Τα καλά και συμφέροντα της τσέπεως ημών και την επανάσταση την γράφουμε εκεί που δεν χρειάζεται να σας πούμε. Μα δεν ήταν ποτέ θα μου ΄πει, δεν ήταν ποτέ. Θα ωρύεται μάλιστα. Εγώ ένας αλήτης ; Πως τολμούσα ; Οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις. Εγώ ; Ένα ρεμάλι που συνεχώς μεθάει με ούζο και άλλα ποτά;
Τώρα έβηχα. Ήταν αυτή. Με τον ανάλογο συνοδό και αυτοκίνητο. Ένα τζιπ. Δεν ξέρω από μάρκες. Τώρα θα γράφαμε κάποια ιστορία με τον κολλητό μου φίλο γι’ αυτούς που στέκονται στον σταθμό των τρένων. Κλεφτρόνια, μοναχούς, ομοφυλόφιλους, τραβεστί. Το κατακάθι που δεν δέχεται η κοινωνία. Τα ταμπού και τους μεθύστακες που δέρνουν τις γυναίκες τους και μετά μαχαιρώνουν ο ένας τον άλλον. Αγάπη μου είσαι τυχερή που δεν τα έζησες ποτέ αυτά ; Αν και εσύ ζούσες στον σταθμό. Α! Ναι! θυμάμαι. Με εκείνο το νυστέρι που έκανες αρχιτεκτονικά σχέδια. Ναι. Ναι. Ναι. Θα γίνεις διάσημη αρχιτέκτων και έγινες. Τώρα στο τζιπ, τώρα τα ξέχασες όλα. Θα έπρεπε να σου κόψω το λαιμό τότε που κρατούσα αυτό το νυστέρι αλλά με εμπόδιζε η ισόβια φυλάκιση και η διαπόμπευση. Θα χαλούσα και τη ζωή μου και είχα ακόμη να γευτώ αρκετή αμβροσία και νέκταρ σαν καλός Έλληνας μεθύστακας, σάτυρος, υπηρέτης του Διονύσου.
Τώρα η πορεία σου ήταν προδιαγεγραμμένη. Κατάλαβα τι είχε συμβεί και δεν το έψαξα πολύ. Αφού δεν σε ρώτησα καν τι είχε γίνει. Είναι αυτά τα συναδελφικά καταλαβαίνω. Οι χαρές, οι τούρτες, τα γενέθλια τα ταξιδάκια. Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία. Όλα αυτά τα καλά. Τα σουβενίρ και Άγιος ο Θεός, ο κόσμος καλά πάει και ας ψοφάνε οι άλλοι στο Μπαγλαντές. Δεν βαριέσαι βρε αδερφέ. Γνώρισα και εγώ μια νοσηλεύτρια μια φορά θυμάμαι που λικνιζόταν ακούγοντας λαικοποπ σαχλοτράγουδα και ήθελε να πάει στη Κένυα. Χαρήκανε οι μαύροι. Ουγκάντα, Κένυα ξέρω και εγώ ; Στα Γαλλία θα την πήρανε αρκετοί απ’ το Αλγέρι.
Μα εσύ έτσι τα είπαμε ; Έτσι τα συμφωνήσαμε ; Με τις τζιπάρες, με τον κουστουμάτο, με τα παιδάκια σου, με τα διαμαντικά σου. Εγώ τα περίμενα αλλιώς. Τότε με το ίδιο παντελόνι να σε έβλεπα και να κυματίζεις σαν χρυσή σημαία στην καρδιά μου. Κλασσική γυναίκα. Μετά με είπαν μισογύνη παρόλο που δεν συμπάθησα τον άλλον μισογύνη τον Πλάτωνα και εκείνον τον Χέγκελ που έλεγε ότι η φιλοσοφία δεν είναι για τις γυναίκες. Ε δεν είναι. Παρεκτρέπονται με αυτά. Και όταν πίνουν γίνονται ακόμα χειρότερες. Που να τις βάλεις να παίξουν και χαρτιά δηλαδή.
Στεκόμουν στη βροχή, απογοητευμένος απ’ το θέαμα. Ο τελευταίος μου έρωτας έπεσε και αυτός στο δέλεαρ του καπιταλισμού. Είναι οι πειρασμοί των ταξιδιών και οι ανέσεις όπως προανέφερα. Τι να κάνεις ; Είναι η γραμμή που πρέπει να ακολουθήσεις. Γάμος, παιδί, να κοιτάς και την καριέρα, ταξιδάκια, εκλεκτά φαγητά, ωραίοι δίσκοι, καλό σεξ, ένας ερωμένος αργότερα. Ποιος ξέρει ; Μπορεί να πεθάνεις και σαν καλή γιαγιά περιτριγυρισμένη απ΄τα τέκνα σου. Η καλή γιαγιά θα λένε που μας έφερε στον κόσμο. Σιγά τη μπάσταρδη. Μπορεί και μεθυσμένη να ήσουν όταν συνέλαβες το πρώτο σου μούλικο. Εν τέλει τι έγινε ; Γεμίσαμε κωλόπαιδα. Είναι και το ποιος θα με φροντίσει εμένα. Οι γερομεθύστακες δεν έχουν γοητεία. Είναι γνωστό αυτό και τότε θα έχω γράψει και χιλιάδες στίχους. Ίσως έχω και τη φωτογραφία σου κάπου και την κοιτάω και σε θυμάμαι . Έτσι όπως σε γνώρισα, έτσι στα είκοσι μου χρόνια αγνή παρθένα και με μάτια που έλαμπαν με όρεξη για ζωή και όχι έτσι όπως σε κατάντησε ο πολιτισμός. Με τα ρούχα του, με τις καριέρες του, με τις διασκεδάσεις του και με τις μαλακίες του. Αντίο σας. Τα λέμε άλλη φορά. Φιλάκια πολλά.


Ιωάννης Κ.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

Ν. Καββαδίας- Καφάρ

Ν. Καββαδίας- Καφάρ


Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να ‘χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.

Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.

Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις, βλέποντας τουρίστες
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
ειν’ ένα πράμα που σκοτώνει τους αρτίστες.

Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας,
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας.

Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λότι
αν πας λιγάκι παρακάτου στις Μαρκίζες
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.

Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή
κι οι μαύρες του Μαρόκου, που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

Η αυτοκτονία, προνόμιο στα θηλυκά –
κάποτες κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά
μα τελευταία τα ‘χουν κι αυτά πολύ νοθέψει.

ΕΝΑ ΑΣΧΗΜΟ ΤΑΞΙΔΙ – CHARLES BUKOWSKI

ΕΝΑ ΑΣΧΗΜΟ ΤΑΞΙΔΙ – CHARLES BUKOWSKI


καθίσατε να σκεφτείτε ποτέ στα σοβαρά ότι το LSD και η έγχρωμη τηλεόραση εμφανίστηκαν στην αγορά σχεδόν ταυτόχρονα; Καταφθάνει αυτός ο εκρηκτικός βομβαρδισμός χρωμάτων, κι εμείς τι να κάνουμε; Κηρύττουμε παράνομο το λενα κα γαμούμε τελείως το άλλο. Φυσικά, η τηλεόραση – με τους ανθρώπους που τη διαχειρίζονται σήμερα είναι άχρηστη, αυτό δε σηκώνει κουβέντα. Διάβασα ότι σε μια πρόσφατη επιδρομή της αστυνομίας, ένας πράχτορας δέχτηκε στο πρόσωπο ένα δοχείο με οξύ που του το πέταξε ο φερόμενος ως κατασκευαστής των παραισθησιογόνων. Κι αυτό είναι ένα είδος σπατάλης. Υπάρχουν ορισμένοι σοβαροί λόγοι για το διωγμό του LSD, DMT,STR – μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο να χάσει για πάντα τα λογικά του – αλλά το ίδιο μπορεί να καταφέρει και το πλύσιμο των πιάτων, το μάζεμα των παντζαριών και η διδασκαλία των αγγλικών στα τοπικά πανεπιστήμια. Αν διώκαμε οτιδήποτε μπορούσε να τρελάνει έναν άνθρωπο, ολόκληρη η κοινωνική δομή θα κατέρρεε – γάμος, πόλεμοι, αστικές συγκοινωνίες, σφαγεία, χειρουργία ότι θέλετε. Τα πάντα μπορούν να μας μουρλάνουν γιατί η κοινωνία είναι χτισμένη σε λάθος στηρίγματα. Μέχρι να ξηλώσουμε τον πάτο και να την ξαναχτίσουμε, τα τρελοκομεία θα είναι υπερπλήρη. Προσωπικά, πιστεύω πως οι περικοπές στον προϋπολογισμό των ψυχιατρείων που έχουν προταθεί από τον καλό μας κυβερνήτη, έμμεσα σημαίνουν ότι οι άνθρωποι που έχουν οδηγηθεί στην τρέλα από την κοινωνία δε θεωρούνται άξιοι να συντηρηθούν και να γιατρευτούν με έξοδα της ίδιας της κοινωνίας. Ιδίως σ’αυτόν τον αιώνα του πληθωρισμού και της βαρύτατης φορολογίας. Τα χρήματα αυτά θα έπιαναν περισσότερο τόπο στην κατασκευή δρόμων, ή, άν πασπαλίζονταν – ω, μα τόσο ανάλαφρα – στα κεφάλια των νέγρων για να τους εμποδίσουν να κάψουν τις πολιτείες μας. Τώρα, μου ήρθε μια υπέροχη ιδέα: γιατί να μη δολοφονούμε τους τρελούς; Σκεφτείτε πόσα λεφτά θα γλιτώναμε. Ακόμα κι ένας παλαβός έχει ανάγκη από τροφή και κάποιο χώρο να κοιμάται, κι είναι τόσο αηδιαστικοί οι μπάσταρδοι – έτσι όπως ουρλιάζουν και πασαλείβουν τους τοίχους με σκατά, κλπ., κλπ. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μια μικρή ιατρική ομάδα που θα αποφασίζει και κάνα δυο νοστιμούλες νοσοκόμες (ή νοσοκόμοι) που θα συντηρούν σε ικανοποιητικό επίπεδο τη σεξουαλική δραστηριότητα των ψυχιάτρων.
Ας ξαναγυρίσουμε στο LSD. Όπως είναι αλήθεια ότι όσο λιγότερα παίρνεις τόσο περισσότερο τολμάς – ας πούμε το μάζεμα των παντζαριών – είναι επίσης αληθινό ότι όσο περισσότερα παίρνεις τόσο περισσότερο τολμάς. Κάθε ερευνητική δραστηριότητα – ζωγραφική, ποίηση, ληστείες τραπεζών, το να’σαι δικτάτορας κλπ. – σε στέλνει σ’εκείνον τον τόπο όπου ο κίνδυνος και το θαύμα προχωρούν χεράκι χεράκι. Είναι ενδιαφέρουσα εμπειρία. Σου αρέσει – ας πούμε – να κοιμάσαι με τη γυναίκα του γείτονα, αλλά ξέρεις ότι κάποια μέρα θα σε πιάσουν με τα βρακιά κατεβασμένα. Αυτός ο κίνδυνος κάνει την πράξη ακόμα πιο ευχάριστη. Οι αμαρτίες μας κατασκευάζονται στον ουρανό για να δημιουργούν την κόλασή μας στη γη. Κόλαση που, προφανώς, χρειαζόμαστε. Κάνε πως γίνεσαι πολύ καλός σε κάτι, κι έχεις ήδη τους εχθρούς σου. Οι πρωταθλητές την έχουν πιο άσχημα απ’όλους! Το πλήθος ψοφάει να τους δει να τσακίζονται για να μπορέσει να τους κατεβάσει στο ίδιο βαρέλι με σκατά. Οι ηλίθιοι τη γλιτώνουν φτηνά ενώ ο νικητής μπορεί να σκοτωθεί μ’ένα τουφέκι που έχει παραγγελθεί ταχυδρομικώς (έτσι τουλάχιστον λέει ο μύθος) ή με το ίδιο του το κυνηγετικό όπλο σε κάποια μικρή πόλη όπως το Κέτσαμ. Ή σαν τον Αδόλφο και την πουτάνα του, καθώ το Βερολίνο κόβεται στα δυο, στην τελευταία σελίδα της ιστορίας τους.
Το LSD μπορεί να σε τσακίσει γιατί δεν είναι κατάλληλο για πιστούς δημοσίους υπαλλήλους. Ωραία, σύμφωνοι, το κακό οξύ όπως και η κακή πουτάνα μπορεί να σε διαλύσει. Όπως συνέβαινε άλλοτε και με τα λαθραία ποτά. Ο νόμος αναπτύσσει τη δικιά του αρρώστια σε φαρμακερές μαύρες αγορές . αυτό που θέλω να πω είναι πως, βασικά, τα περισσότερα άσχημα ταξίδια οφείλονται στο ότι το άτομο έχει ήδη ντρεσαριστεί και δηλητηριαστεί από την ίδια την κοινωνία. Αν ένας άνθρωπος ανησυχεί για το νοίκι, τις δόσεις του αυτοκινήτου, την πανεπιστημιακή μόρφωση του γιου του, το δείπνο των δώδεκα δολλαρίων με την γκόμενα, για τη γνώμη του γείτονα του, την τιμή της σημαίας ή για το τι θα συμβεί στην Μπρέντα Στάρ, τότε ένα χάπι LSD μπορεί να τον τρελάνει γιατί κατά κάποιο τρόπο είναι ήδη τρελός κι αν μπορεί και σέρνεται ακόμα στην κοινωνική παλλίροια, είναι επειδή υπάρχουν τα μπάρ. Για ένα ταξίδι, χρειάζεται κάποιος που δεν έχει ακόμα παγιδευτεί, που δεν έχει ακόμα ισοπεδωθεί απ’το Μεγάλο Φόβο που κινεί την κοινωνία. Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι υπερτιμούν την αξία τους σαν ελεύθερα άτομα, και είναι τεράστιο λάθος της γενιάς των Χίπις να μην εμπιστεύονται κανέναν πάνω από τα τριάντα.τριάντα, δε σημαίνει τίποτα. Οι περισσότεροι από μας μαντρώνονται κι εκπαιδεύονται στα εφτά ή στα οχτώ τους. Πολλοί νέοι ΜΟΙΑΖΟΥΝ ελεύθεροι, αλλά αυτό οφείλεται μόνο σε μια χημική αντίδραση κορμιού και ενέργειας, δεν έχει καμιά πνευματική βάση. Συνάντησα ελεύθερους άντρες στα πιο παράξενα μέρη και σ’όλες τις ηλικίες – θυρωρούς, κλέφτες αυτοκινήτων, γκαραζόπαιδα, κι ακόμη μερικές ελεύθερες γυναίκες – ιδίως νοσοκόμες ή σερβιτόρες ΚΑΘΕ ηλικίας. Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της.
Ένα ταξίδι με το LSD θα σου δείξει πράγματα πέρα από κάθε κανόνα. Θα σου δείξει πράγματα που δεν είναι γραμμένα στα βιβλία και που δεν μπορείς να παραπονεθείς γι’αυτά στο δημοτικό σου σύμβουλο. Το χασίσι κάνει λίγο πιο υποφερτή την ανθρώπινη κοινωνία κι αυτό είναι όλο. Το LSD είναι μια άλλη κοινωνία. Αν έχεις κοινωνική συνείδηση, μπορείς να διαγράψεις το LSD σαν παραισθησιογόνο. Εύκολος τρόπος για να ξεφορτωθείς το πρόβλημα και να ξεχάσεις την όλη ιστορία. Αλλά, ο ορισμός της παραίσθησης εξαρτάται από το σύστημα αναφοράς που έχεις διαλέξει. Ότι και να σου συμβαίνει, τη στιγμή που σου συμβαίνει γίνεται πραγματικότητα – μπορεί να είναι μια ταινία, ένα όνειρο, ερωτική πράξη, δολοφονία, το να σε δολοφονούν, το να τρως παγωτό. Μόνο τα ψέμματα επιβάλλονται αργότερα. Παραίσθηση: είναι μονάχα μια λέξη στα λεξικά και κοινωνικό ξυλοπόδαρο. Για κάποιον που πεθαίνει, ο θάνατος είναι πραγματικότητα, για τους άλλους είναι απλώς κακή τύχη, ή κάτι που πρέπει να ξεφορτωθείς. Όταν ο κόσμος αρχίσει να παραδέχεται ότι ΟΛΑ τα κομμάτια ταιριάζουν στο σύνολο, τότε ίσως υπάρχει μια πιθανότητα. Ότι βλέπει ένας άνθρωπος είναι αληθινό. Δεν το’φερε κάποια ξένη δύναμη, υπήρχε πριν γεννηθεί. Μη τον κατηγορείτε επειδή τρελαίνεται γιατί οι εκπαιδευτικές και πνευματικές δυνάμεις της κοινωνίας δεν ήξεραν να του πουν ότι η εξερεύνηση ποτέ δεν τελειώνει, κι ότι πρέπει όλοι μας να είμαστε μικρές κουράδες, περιορισμένες στο α,β,γ, και τίποτα παραπέρα. Δεν είναι το LSD που φταίει για το άσχημο ταξίδι, είναι η μάνα σου, ο πρόεδρός σου, το κοριτσόπουλο στο διπλανό σπίτι, ο παγωτατζής με τα βρώμικα χέρια, ένα μάθημα άλγεβρας, η αναγκαστική μάθηση των ισπανικών, η βρώμα από μια χέστρα το 1926, ένας άντρας με μεγάλη μύτη τότε που οι μεγάλες μύτες δεν ήταν της μόδας. Είναι τα καθαρτικά, η Ταξιαρχία του Αβραάμ Λίνκολν, το πρόσωπο του Φραγκλίνου Ντ. Ρούζβελτ, οι καραμέλες από λεμόνι, το ότι δούλευες στη φάμπρικα για δέκα χρόνια κι απολύθηκες γιατί άργησες 5 λεπτά, η γριά καρακάξα στο μάθημα της αμερικάνικης ιστορίας, το σκυλί σου που το πάτησε ένα αυτοκίνητο – ένας κατάλογος τιών σελίδων και ύψους πέντε χιλιομέτρων.
Άσχημο ταξίδι; Όλος ο κόσμο ταξιδεύει άσχημα, φίλε.
Αλλά θα συλλάβουν εσένα γιατί κατάπιες ένα χάπι.
Εγώ συνεχίζω μόνο με μπύρα γιατί σα σαράντα εφτά μου είμαι στριμωγμένος από πάρα πολλές μεριές. Θα ήμουν ηλίθιος αν πίστευα ότι ξέφυγα από τα δικά τους δίχτυα. Νομίζω ότι ο Τζέφερς είχε δίκιο όταν έλεγε – πάνω κάτω – πρόσεχε τα δίχτυα αδελφέ μου, κι υπάρχουν κάμποσα, λένε ότι ο ίδιος ο θεός πιάστηκε κάποτε που περπάτησε στη γή. Τώρα βέβαια, κάμποσοι από μας δεν είμαστε και τόσο σίγουροι ότι ήταν θεός, αλλά όποιος και να’ταν ήξερε από κόλπα. Μόνο που μίλαγε πολύ. Ακόμα κι ο Λήρυ. Ακόμα κι εγώ.
Είναι Σάββατο, κάνει κρύο, πέφτει ο ήλιος. Τι μπορείς να κάνεις το απόγευμα; Αν ήμουν η Λίζα θα χτένιζα τα μαλλιά μου, αλλά δεν είμαι η Λίζα. Να, έχω αυτό το παλιό τέυχος της Εθνικής Γεωγραφίας και οι σελίδες του λαμποκοπάν σαν κάτι να συμβαίνει στ’αλήθεια. Φυσικά, τίποτα δε συμβαίνει. Όλοι σ’αυτό το μέγαρο μεθοκοπάνε. Μια κυψέλη αλκοολικών. Βλέπω τις κυρίες απ’το παράθυρό μου. Εκπέμπω, μουρμουρίζω μια μάλλον κουρασμένη κι ευγενική λέξη όπως «σκατά» και τραβάω αυτή τη σελίδα από τη γραφομηχανή μου. Είναι δικιά σας.