Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ - ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ"

Χαίρετε. Παρακάτω ακολουθεί ένα άρθρο από το περιοδικό "Υποβρύχιο". Τέσσερις ιστορίες τεσσάρων ανθρώπων. Τεσσάρων πραγματικών ονειρευτών της μερας.

Της Αντιγόνης Μιχοπούλου

Το θάρρος κάνει τη διαφορά

Η καθημερινότητα μας προσφέρει μια σιγουριά η οποία μεταμορφώνεται σε φυλακή. Στο κελί της ρουτίνας σου έχεις την ψευδαίσθηση ότι απ’ έξω καραδοκούν θηρία που περιμένουν πότε θα απαρνηθείς τη σιγουριά σου για να σε κατασπαράξουν. Αυτό αποκόμισα από του «διαφορετικούς» ανθρώπους που μίλησα ώστε να γράψω για το τεύχος διαφορετικότητα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι ζουν, και είναι αρτιμελείς παρόλο που με λίγη φαντασία θα μπορούσαν να παρομοιάσουν με θηρία τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν πήραν την απόφαση να ρίξουν μια γροθιά στη σιγουριά τους και να ασχοληθούν με κάτι που εμάς μας έκανε να τους βαφτίσουμε διαφορετικούς.

Χωρίς ρολόι

Ποια άλλη θα μπορούσε να είναι η πρώτη ερώτηση στο κυρ-Μιχάλη τον ψαρά. Αν έχει ρολόι. Το έχει πετάξει από πάνω του εδώ και 12 χρόνια. Τότε δηλαδή, που αποφάσισε να πάει να ζήσει σε μια βραχονησίδα κοντά στην Κάλυμνο με την γυναικά του.
Ο Μιχάλης Λαμπρόπουλοςήταν ναυτικός και στα 50 του αποφάσισε να σκίσει το δελτίο του και να μην ξαναταξιδέψει. Γύρισε στο νησί του κι εκεί γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του την 45χρονη Αντριάνα. Είναι Ιταλίδα οικονομολόγος και τότε εργαζόταν σε πολυεθνική εταιρεία κι είχε έρθει στην Ελλάδα για διακοπές. Το greekκαμάκι, όπως λέει ο ίδιος, την έριξε κι αποφάσισαν από κοινού να τα παρατήσουν όλα και να μετακομίσουν στη βραχονησίδα Πλάτη. Το νησί έχει έκταση 710 στρέμματα και βρίσκεται μια ώρα από την Κάλυμνο. Ήταν μια έρημη βραχονησίδα που η οποία απόκτησε ζωή μετά την απόφαση του ζευγαριού. Για 2 χρόνια δεν είχαν ρεύμα και νερό ώσπου ένα ιστιοπλοϊκό του έδωσε μια γεννήτρια. Δεν είχαν τρόπο να συντηρήσουν τα τρόφιμα τους. Τώρα πλέον η ΔΕΗ τους τοποθέτησε φωτοβολταϊκά. «Όποτε νυστάζω κοιμάμαι κι όποτε πεινάω τρώω. Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο και αυτό που έμαθα είναι ότι όσο μεγαλώνεις η ζωή μικραίνει και ότι nonewsgoodnews.Μου αρέσει να περπατάω ξυπόλητος και να πίνω το καφεδάκι μου στο καφενεδάκι που έχω φτιάξει στην βραχονησίδα. Πολλοί μου λένε ότι με ζηλεύουν γι’ αυτό που έκανε, ωστόσο κανείς δεν το τολμάει γιατί οτιδήποτε καινούργιο είναι και δύσκολο και κανείς δεν θέλει να ξεβολευτεί. Η διασκέδαση μου είναι η παρέα και το καλό κρασί γιατί μπορεί να πας με εκατομμύρια στα μπουζούκια και να είσαι δυστυχισμένος.»λέει ο κυρ Μιχάλης ο ψαράς.

Νίκησε η έλξη

Κάποτε έγινε ένας αγώνας μέσα του μεταξύ της γηπεδούχου «Συνήθειας» και της εκτός έδρας «Έλξης». Το αποτέλεσμα ήταν να νικήσει η Έλξη και να κάνει το μεγάλο βήμα.
Ο Κώστας Μπαϊράμηςτο 1982 έπιασε δουλεία στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας με προοπτική να πάρει κάποια στιγμή προαγωγή και να αυξηθεί και το εισόδημα του. Η ζωή του κυλούσε συμπαθητικά. Το 1987 ο Κώστα και οι φίλοι του συμμετείχε σε μια Επιτροπή Αλληλεγγύης για τον λαό της Νικαράγουα ο οποίος ήταν κατακρεουργημένος από τον εμφύλιο πόλεμο. Αυτή ήταν η αφορμή για να επισκεφθεί για πρώτη φορά την Νικαράγουα χωρίς να γνωρίζει ούτε μια λέξη στα Ισπανικά.
«Εκεί ανακάλυψα έναν άλλο κόσμο. Κι όπως αποδείχτηκε αργότερα, ανακάλυψα τον δικό μου κόσμο. Στην Νικαράγουα υπήρχε ένα τελείως διαφορετικό κοινωνικό επίπεδο. Εντυπωσιάστηκα με τους ανθρώπους οι οποίοι παρόλο που δεν είχαν να φάνε χαμογελούσαν, με την ηρεμία που είχαν τα παιδιά και με το γεγονός ότι ο ένας άφηνε τον άλλο να μιλήσει και δεν τον διέκοπτε. Γύρισα στην Ελλάδα συγχυσμένος.» Μετά από λίγους μήνες ο Κώστας επέστρεψε στην Νικαράγουα ώστε να επιβεβαιώσει την αρχική του άποψη κι αυτομάτως εγκαταστάθηκε εκεί. Δεν ήξερε τη γλώσσα και με τα ελάχιστα λεφτά που είχε μαζί του άρχισε την ζωή του από την αρχή. Ήξερε ότι στην Ελλάδα δεν υπήρχε καμία δημιουργική προοπτική. «Η απόφαση που πήρα δεν είχε καμιά λογική ωστόσο η έλξη ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσα να αντισταθώ», μας λέει. Έζησε για δυο χρόνια μαζί με μια αγροτική οικογένεια ώστε να μάθει τη δουλειά και μετά αγόρασε ένα μικρό κομμάτι γης. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη καθώς δεν είχε λεφτά. Η σωτηρία ήρθε από την Ελλάδα και συγκεκριμένα από τους φίλους του που πήγαν στην Νικαράγουα και τον βοήθησαν οικονομικά ώστε να ανοίξει την φάρμα του και να παραμείνει στον κόσμο στον οποίο ανήκει. Η άποψη του για την Ελλάδα πλέον είναι πολύ διαφορετική. Επισκέφθηκε από τότε την πατρίδα του 4 φορές και κάθε φορά διέκρινε περισσότερη έλλειψη επικοινωνίας και δημιουργικότητας ενώ παράλληλα γίνεται όλο και πιο έντονο το φαινόμενο όλοι να παλεύουν εναντίον όλων. Ο Κώστας απέκτησε δυο κόρες και αυτό που θέλει να κάνει είναι να της φέρει στην Ελλάδα σε λίγα χρόνια ώστε οι ίδιες να αποφασίσουν σε ποιο κόσμο θέλουν να ζήσουν.

Δεν υπάρχει γενιά του φραπέ

Είναι 25 χρονών και σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ο Γιάννης Μάργαρης είναι ένας τυχερός άνθρωπος αφού μπόρεσε να συνδυάσει αυτό που σπούδασε με αυτό που θέλει. Εκείνο που τον κάνει διαφορετικό από τους περισσότερους νέους της ηλικίας του είναι ότι, ενώ μπορούσε με το επάγγελμα που σπούδασε να κερδίζει αρκετά χρήματα εκείνος επέλεξε τον δρόμο που του χάραξαν τα πολιτικά του πιστεύω. Πριν ενάμιση χρόνο μια ομάδα νέων ανθρώπων δημιούργησαν την F.A.R.M.A. Είναι μια ομάδα έμπρακτης πολιτικής αλληλεγγύης στους εξεγερμένους Ζαπατίστας στο Μεξικό. Σκοπός της είναι η δημιουργία μια υδροηλεκτρικής εγκατάστασης παραγωγής ενέργειας σε μια κοινότητας στην Τσιάπας καθώς και η περαιτέρω διάδοση του αγώνα των Ζαπατίστας. Παράλληλα κατασκευάζει μικρές αυτοσχέδιες ανεμογεννήτριες. Η παραγωγή και η χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας είναι και φιλικές για το περιβάλλον αλλά είναι και μια έμπρακτη προσπάθεια αυτονόμησης από το ενεργειακό καρτέλ που έχει επιβληθεί.
Ο Γιάννης Μάργαρης δεν θεωρεί ιδανική την κοινωνία των Ζαπατίστας καθώς όπως λέει δεν τα έχουν όλα λυμένα. Ωστόσο θεωρεί ότι και η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να ζήσει ανάλογες στιγμές. Δηλώνει αισιόδοξος για τους νέους της Ελλάδας και λέει χαρακτηριστικά ότι δεν υπάρχει η γενιά του φραπέ. Ο λόγος που ασχολήθηκε με τους Ζαπατίστας είναι πολιτικός κι όχι φιλανθρωπικός. Όπως αναφέρει είναι οι πρώτοι που αμφισβήτησαν τον καπιταλισμό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σέβονται το περιβάλλον και ότι αναζητούν την ενεργειακή αυτονομία. Ο πιο σημαντικός λόγος που αποφάσισε να ασχοληθεί με τον αγώνα των Ζαπατίστα βρίσκεται μέσα του. Είναι από τους ανθρώπους που δεν θεωρεί ευτυχία την ατομική προσπάθεια ώστε να βρει τον δρόμο προς την πληρότητα. Αντιθέτως για εκείνον ευτυχία είναι η αρμονική συμβίωση των ανθρώπων.

Ο Ζορό των Ανωγείων

Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις εγγάμων ιερέων που θα έκανε και τους άπιστους, πιστούς. Ο παπά- Αντρέας Κεφαλογιάννης γεννήθηκε και παραμένει στον τόπο του. Χειροτονήθηκε στα 19 του χρόνια αφού πρώτα είχε παντρευτεί. Έκανε 4 παιδιά και ως πατέρας γνωρίζει πολύ καλά τι θέλουν οι νέοι. Πρόκειται για τον πιο δραστήριο ιερέα της ελληνικής εκκλησιάς.
Το 2005 αποφάσισε να γίνει πρόεδρος της ποδοσφαιρική ομάδας των Ανωγείων την οποία ανέλαβε από το μηδέν και τώρα αγωνίζεται στην Δ Εθνική. Οι παίκτες τον φωνάζουν μέσα στο γήπεδο παπά- Αντρέα κι όχι πρόεδρο.
Όπως λέει κι ο ίδιος, έμαθε τα παιδιά να παίζουν μπάλα κι εκτός γηπέδου. Κάνουν σημαντικές φιλανθρωπικές εκδηλώσεις με σκοπό να βοηθήσουν τους συνομήλικους τους να σπουδάσουν. Επίσης μαζεύουν λεφτά ώστε να βοηθηθούν παιδιά με ειδικές ανάγκες και το σημαντικότερο ασχολούνται με τον αθλητισμό.
Θα μπορούσε κανείς να τον αποκαλέσει και Ζορό. Κι όπως καλά θυμόμαστε, ο Ζορό είχε φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Διότι μια τόσο συντηρητική εκκλησιά δεν είναι εύκολο να δεχτεί έναν «μοντέρνο» ιερέας που είναι και πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας Εκείνος όμως είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος. Δεν αναζήτησε ποτέ την δημοσιότητα έστω κι αν εκείνη τον αναζητούσε. Το μόνο που προσπάθησε να κάνει και το κατάφερε, είναι να αφουγκράζεται την νεολαία. Άνοιξε μια αίθουσα υπολογιστών όπως θέλει να την αποκαλεί ο ίδιος και όχι internet café ενώ ταυτόχρονα κάνει 2 φορές τον χρόνο νυχτερινή λειτουργία για τους άντρες του χωρίου που δεν μπορούν να πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησιά. Η συμβουλή αυτού του χρήσιμου παπά για την εκκλησία προς τους νέους κληρικούς είναι να μάθουν να υπηρετούν πρώτα τους ανθρώπους και μετά τον θεό.


Ευχαριστούμε πολύ Αντιγόνη :)

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2008

CHARLES BUKOWSKI - Η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ

ήταν μια ζεστή βραδιά στου Τόνυ΄ ούτε που σου πέρναγε απ'το μυαλό να γαμήσεις. μόνο με κρύα μπύρα μπορούσες να δροσιστείς λιγάκι. ο Τόνυ έσπρωξε δυο μπουκάλια προς εμένα και τον Μάικ τον ινδιάνο, κι ο Μάικ ο ινδιάνος έβγαλε να πληρώσει. τον άφησα να κεράσει τον πρώτο γύρο. ο Τόνυ πήρε το χρήμα βαριεστημένος, έριξε μια ματιά τριγύρω - πεντ'έξι τύποι με τα μάτια καρφωμένα στις μπύρες τους κρυόκωλοι. ο Τόνυ, μη έχοντας τι άλλο να κάνει, μας πλησίασε.
"τι νέα Τόνυ;" ρώτησα.
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"για καινούριο το λες αυτό;"
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"σκατά" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος.
σκύψαμε στις μπύρες μας.
"τι γνώμη έχεις για το φεγγάρι;" ρώτησα τον Τόνυ.
"σκατά" είπε ο Τόνυ.
"μά'στα", είπε ο Μάικ ο ινδιάνος "όταν κάποιος είναι μαλάκας στη γη εξακολουθεί να'ναι μαλάκας και στο φεγγάρι. καμιά διαφορά".
"λένε ότι μάλλον δεν υπάρχει ζωή στον Άρη" είπα.
"ε, και;" ρώτησε ο Τόνυ.
"ωχ,σκατά" είπα "φέρε άλλες δυο μπύρες".
ο Τόνυ τις έφερε, πήρε τα λεφτά, τα πέρασε στο ταμείο, ξαναγύρισε. "σκατά, κάνει ζέστη. θα'θελα να'μουν πιο ψόφιος κι απο μεταχειρισμένη καπότα".
"που πάνε οι άνθρωποι όταν πεθαίνουν, Τόνυ;"
"σκατά. ποιος νοιάζεται;"
"δεν πιστεύεις στο Ανθρώπινο Πνεύμα;"
"σκατά κι απόσκατα!"
" κι ο Τσέ; η Ζαν ντ' Άρκ; ο Κιντ Μπίλλυ ο ληστής; όλοι αυτοί;"
"σκατά κι απόσκατα!"
ρουφούσαμε τις μπύρες μας και το συλλογιζόμασταν.
"κοιτάτε" είπα "πάω να κατουρήσω".
πήγα στην τουαλέτα κι εκεί - όπως πάντα- βρήκα τον Πήτεϋ την κουκουβάγια. την έβγαλα κι άρχισα να κατουράω.
"τι τα θες, είσαι μικροτσούτσουνος" μου είπε.
"μόνο όταν κατουράω και συλλογίζομαι. αλλά γενικά, είμαι από εκείνους τους τύπους που τους τεντώνεται σα λάστιχο. όταν καυλώνω κάθε ίντσα που διαθέτω μετράει για έξι".
"τόσο το καλύτερο για σένα - αν δεν λες ψέμματα. γιατί, εγώ βλέπω το πολύ δύο ίντσες".
"έχω βγάλει μόνο το κεφάλι".
"σου δίνω ένα δολλάριο αν μ'αφήσεις να σου κάνω μια πίπα".
"λίγα".
"δε δείχνεις μόνο το κεφάλι.έχεις βγάλει όλο το πράμα σου στη φόρα".
"άει γαμήσου Πήτ".
"θα ξανάρθεις όταν δεν θα'χεις λεφτά για μπύρες".
βγήκα.
"δυο μπύρες ακόμα" παρήγγειλα.
ο Τόνυ έβαλε μπρος τη γνωστή ρουτίνα. ξανάρθε.
"κάνει τόση ζέστη που νομίζω ότι θα τρελαθώ" είπε.
"η ζέστη σου αποκαλύπτει τον αληθινό σου εαυτό" είπα στον Τόνυ.
"για στάσου! μ'αποκαλείς τρελό;"
"σχεδόν όλοι είμαστε. μα μην το λες σε κανένα το κρατάμε μυστικό".
"ωραία, ας πούμε ότι οι μαλακίες που λες έχουν κάποια βάση. κατά τη γνώμη σου πόσοι λογικοί άνθρωποι υπάρχουν στον κόσμο; ένας; δύο;"
"στα δισεκατομύρρια;"
"ναι,ναι".
"θα'λεγα πέντ'ή έξι".
"πέντ'ή έξι;" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος. "άσε ρε φίλε, κάνε μας καμιά πίπα καλύτερα".
"κοίτα" είπε ο Τόνυ. "πως το ξέρεις ότι είμαι παλαβός; κι αν είναι αλήθεια, τότε πως την βγάζουμε καθαρή;"
"ε, μια κι όλοι μας είμαστε παρανοϊκοί, αυτοί που μπορούν να μας κάνουν κουμάντο είναι λίγοι, πολύ λίγοι, κι έτσι μας αφήνουν να κυκλοφορούμε λυτοί. για την ώρα αυτό είναι όλο κι όλο που μπορούν να κάνουν. κάποτε νόμιζα ότι θα πηγαίνανε να μείνουν κάπου στο διάστημα όσο καιρό θα τους έπαιρνε να μας ξεκάνουν. αλλά μετά, κατάλαβα ότι οι παρανοϊκοί ελέγχουν και το διάστημα".
"πως το κατάλαβες;"
"αφού στήσανε την αμερικάνικη σημαία στο φεγγάρι".
"κι αν υποθέσουμε ότι στήσανε οι ρώσοι τη ρώσικη σημαία;"
"το ίδιο κάνει" είπα.
"αυτό σημαίνει ότι δε σ'ενδιαφέρει;" ρώτησε ο Τόνυ.
"απ'τη στιγμή που πρόκειται μόνο και μόνο για διαφορετικές μορφές τρέλας, δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστη".
σωπάσαμε. πίναμε. μαζί κι ο Τόνυ, που κατέβαζε ουίσκυ με νερό. γιατί όχι; το μαγαζί ήταν δικό του, ότι ήθελε έκανε.
" Χριστέ μου, κάνει ζέστη είπε ο Τόνυ.
" σκατά, ναι, κάνει" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος.
και τότε ο Τόνυ άρχισε να μιλάει. "η τρέλα λοιπόν" είπε ο Τόνυ "ξέρετε ρε μάγκες, κάτι τελείως παλαβό συμβαίνει εδώ, τούτη ακριβώς τη στιγμή!"
"βέβαια" είπα.
"όχι, όχι, όχι... εννοώ, ΕΔΩ, στο μαγαζί μου!"
"ναι;"
"ναι. είναι τόσο παρανοϊκό που μερικές φορές με φοβίζει".
"πες μου τι συμβαίνει, Τόνυ" είπα, πάντοτε έτοιμος ν'ακούσω τις μαλακίες των συνανθρώπων μου.
ο Τόνυ έσκυψε στ'αυτί μου. "ξέρω έναν τύπο που έχει μια γαμισομηχανή. όχι σαν τις αηδίες που διαβάζεις στις αγγελίες των πορνοπεριοδικών - μπουκάλια ζεστό νερό, μουνιά μιας χρήσης και τα τέτοια. αυτός ο μάγκας έχει φτιάξει κάτι πραγματικά σπουδαίο. είναι ένας γερμανός επιστήμονας που προλάβαμε να τον αρπάξουμε εμείς - δηλαδή η κυβέρνηση - πριν τον αρπάξουν οι ρώσοι. λοιπόν, τώρα άκου, και κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτα".
"μα ναι, Τόνυ, φυσικά, έχεις δίκιο..."
" τον λένε Φον Μπράσλιτζ. η κυβέρνηση προσπάθησε να τον βάλει στο διαστημικό πρόγραμμα. τζίφος, μεγαλοφυής ο γέρος, αλλά το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ. νομίζει ότι είναι καλλιτέχνης, αποκαλεί τον εαυτό του Μιχαήλ Άγγελο... του δώσαν σύνταξη πεντακόσια δολλάρια το μήνα, για να κρατηθεί έξω από τα τρελάδικα. για λίγο καιρό τον παρακολουθούσαν, μετά βαρέθηκαν ή τον ξέχασαν, μα οι επιταγές εξακολουθούν να έρχονται. κάπου κάπου, εμφανίζεται κάποιος πράκτορας, του μιλάει για κάνα τεταρτάκι και μετά πάει να αναφέρει ότι είναι ακόμη τρελός. έτσι λοιπόν, τριγύρναγε από πόλη σε πόλη σέρνοντας μαζί του μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα. κάποιο βράδυ καταφθάνει εδώ κι αρχίζει να πίνει. μου λέει ότι είναι ένας κουρασμένος γέρος που ψάχνει μια ήσυχη γωνιά για τις έρευνές του. εγώ, προσπαθούσα να τον αποθαρρύνω. ξέρεις τώρα, πόσοι μουρλοί μαζεύονται εδώ μέσα".
"ναι"είπα.
"και μετά, που λες, γίνεται φέσι και μου τα λέει χαρτί και καλαμάρι. έχει σχεδιάσει, λέει, μια μηχανή γυναίκα που κάνει το καλύτερο γαμίσι των αιώνων, χωρίς καπότες, καυγάδες και τα γνωστά σκατά!"
"σ'όλη μου τη ζωή"του είπα "μια τέτοια γυναίκα έψαχνα".
ο Τόνυ γέλασε. "όλοι οι άντρες, όχι μόνο εσύ. φυσικά, τον πέρασα για τρελό, μέχρι που ένα βράδυ μετά το κλείσιμο, πήγαμε μαζί στο σπίτι του, κι έβγαλε τη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ απ'την κόκκινη βαλίτσα".
"ναι;"
"ήταν σα να πήγαινες στον παράδεισο πριν πεθάνεις".
"άσε με να μαντέψω τα υπόλοιπα".
"μάντεψε".
"ο Φον Μπράσλιτζ κι η ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ του βρίσκονται αυτή τη στιγμή εδώ, στο μαγαζί σου, στο πάνω πάτωμα".
"αχά" είπε ο Τόνυ.
"πόσα;"
"είκοσι δολλάρια ο καθένας".
"είκοσι δολλάρια για να γαμήσω μια μηχανή;"
έχει ξεπεράσει ότι και να ήταν αυτό που μας Δημιούργησε. θα δεις."
"ο Πήτεϋ η κουκουβάγια μου κάνει πίπα για ένα δολάριο."
"ο Πήτεϋ η κουκουβάγια είναι εντάξει, αλλά ποτέ δεν υπήρξε η εφεύρεση που έβγαλε νόκ άουτ τους θεούς".
Του έδωσα τα είκοσι δολλάριά μου.
"μα το Θεό σου λέω Τόνυ, αν μου κάνεις καμιά παλαβή φάρσα, έχεις χάσει τον καλύτερο πελάτη σου!"
"όπως είπες προηγούμενα, έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας τρελοί. εξαρτιέται από σένα".
"σωστά" είπα.
"σωστά είπε κι ο Μάικ ο ινδιάνος. "πάρε και τα είκοσι δικά μου".
"πρέπει να σας πω ότι το πενήντα τοις εκατό το παίρνω εγώ. τα υπόλοιπα πάνε στον Φον Μπράσλιτζ. πεντακόσια δολλάρια σύντομα δεν θα είναι πολύ χρήμα, με τον πληθωρισμό συνεχώς να ανεβαίνει - χώρια οι φόροι. άσε που ο Φον Μπ. ψοφάει για αναψυκτικά".
"άντε πάμε" είπα "τα τσάκωσες τα σαράντα σου δολλάρια. που στο διάολο είναι αυτή η αθάνατη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ;"
ο Τόνυ σήκωσε το χώρισμα του μπαρ, είπε "ελάτε από δω, ανεβείτε την πίσω σκάλα. χτυπήστε και πείτε μας έστειλε ο Τόνυ".
"οποιαδήποτε πόρτα;"
"νούμερο εξήντα εννιά".
"ω διάβολε, ναι" είπα "τι άλλο;"
"ω διάβολε, ναι" είπε ο Τόνυ "παρ τ'αρχίδια σου".
Βρήκαμε τη σκάλα, ανεβήκαμε. "ο Τόνυ ψοφάει για φάρσες" είπα.
προχωρήσαμε. να 'τη: η πόρτα, αριθμός εξήντα εννιά.
χτύπησα: "μας έστειλε ο Τόνυ"
"α, μα περάστε κύριοι!"
είδαμε ένα γέρικο καυλωμένο φρικιό, μ'ένα ποτήρι αναψυκτικό στο χέρι, γυαλιά με διπλούς φακούς. ακριβώς όπως στις παλιές ταινίες. είχε έναν επισκέπτη, μια νεαρούλα - κοριτσάκι σχεδόν - που έμοιαζε ανάλαφρη και δυνατή συνάμα.
σταύρωσε τα πόδια της δείχνοντας μας τα προσόντα της: νάυλον γόνατα, νάυλον μπούτια κι εκείνο το μικροσκοπικό κομματάκι όπου τέλειωναν οι μακριές κάλτσες κι άρχιζε η σάρκα. ήταν ολόκληρη κώλος και βυζιά, νάυλον πόδια και καταγάλανα γελαστά μάτια...
"κύριοι, από δω η κόρη μου ή Τάνια..."
"τι;"
"ναι, ξέρω, είμαι τόσο... γέρος... αλλά βλέπετε, όπως υπάρχει ο μύθος του ανθρώπου με το τεράστιο πέος, υπάρχει και ο μύθος των πρόστυχων γερογερμαναράδων που δε σταματούν ποτέ να γαμούν. πιστέψτε ότι θέλετε. όπως και να'χει το πράγμα, αυτή είναι η κόρη μου η Τάνια..."
"γεια σας παιδιά" γέλασε.
το βλέμμα όλων μας στράφηκε στην πόρτα με την πινακίδα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗΣ.
τέλειωσε το αναψυκτικό του.
"λοιπόν... ήρθατε εδώγια το καλύτερο γαμίσι όλων των εποχών, έτσι;"
"μπαμπά!" είπε η Τάνια "πρέπει πάντα να είσαι τόσο ωμός;"
ξανασταύρωσε τα πόδια της, η φούστα τραβήχτηκε ακόμα πιο ψηλά και κόντεψα να χύσω.
ο καθηγητής ήπιε ακόμα ένα αναψυκτικό, σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα που έλεγε ΑΠΟΘΗΚΗ ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗΣ. γύρισε και μας χαμογέλασε, άνοιξε αργά αργά. μπήκε και ξαναβγήκε, σπρώχνοντας κάτι που έμοιαζε κρεβάτι νοσοκομείου με καρούλια.
ήταν μια ΓΥΜΝΗ μάζα παλιοσίδερα.
ο καθηγητής τσούλησε το καταραμένο πράγμα μπροστά μας, κι άρχισε να σφυρίζει ένα βρωμερό σκοπό, κάτι γερμανικό προφανώς.
μια μετάλλινη μάζα με μια τρύπα στη μέση. ο καθηγητής κρατούσε ένα δοχείο με λάδι, το 'βαλε στην τρύπα κι έχυσε κάμποσο μέσα μουρμουρίζοντας όλη την ώρα το παρανοϊκό γερμανικό τραγούδι.
κάποια στιγμή γύρισε και μας κοίταξε "ωραίο ε;" είπε και συνέχισε να χύνει το λάδι.
ο Μάικ ο ινδιάνος με κοίταξε, προσπάθησε να γελάσει, είπε: "άι σιχτίρ... πάλι μας τη φέρανε!"
"ναι" είπα "πάνε πέντε χρόνια που έχω να γαμήσω, αλλά να με πάρει ο διάολος αν βάλω το πράμα μου σ'αυτό το βουνό από ατσάλι!"
ο Φον Μπράσλιτζ γέλασε. πήγε στο μπαράκι, έβαλε ακόμα ένα αναψυκτικό, κάθισε κοιτάζοντάς μας.
"στη Γερμανία, κάποτε καταλάβαμε ότι είχαμε χάσει πια το παιχνίδι κι ότι το δίχτυ όσο πήγαινε και στένευε γύρω μας, με αποκορύφωμα την τελική μάχη του Βερολίνου. ήταν τότε που διαπιστώσαμε ότι ο πόλεμος είχε πάρει ένα νέο νόημα: ο πραγματικός πόλεμος γινόταν για το ποιος θα μαζέψει τους περισσότερους γερμανούς επιστήμονες. όποιοι τα κατάφερναν - ρώσοι ή αμερικάνοι - θα ήταν οι πρώτοι που θα πήγαιναν στο φεγγάρι, πρώτοι στον Άρη... πρώτοι σ'οτιδήποτε. δεν ξέρω πως κατέληξε τούτη η ιστορία... το μόνο που ξέρω είναι ότι εμένα με βρήκαν πρώτο οι αμερικάνοι, μ'άρπαξαν, με χώσανε σ'ένα αυτοκίνητο, μου δώσανε ένα ποτό, μου βάλαν τα πιστόλια στο κεφάλι, μου τάζαν τον ουρανό με τ'άστρα, μίλαγαν σαν τρελοί. υπέγραψα τα πάντα..."
"εντάξει" είπα "το μάθημα Ιστορίας ήταν κανόνι, αλλά φτάνει! εγώ δε βάζω το πουλάκι μου, το καημενούλι μικρό μου πουλάκι μέσα σ'αυτά τα παλιοσίδερα του κερατά, ότι σκατά κι αν είναι! ο Χίτλερ πρέπει να ήταν στ'αλήθεια πολύ τρελός για να νταντεύει τύπους σαν κι εσένα. πολύ θα ήθελα να σε βρίσκανε πρώτο οι ρώσοι! θέλω πίσω τα είκοσί μου δολάρια!"
ο Φον Μπράσλιτζ γέλασε, "χιιι χιιι χιιιι χι... καλέ, αυτό είναι το αστειάκι μου, δεν κατάλαβες; νάιν; χιιι χιιι χιιι χιιιι!"
ξανάβαλε τον ατσάλινο σωρό στην ντουλάπα. έκλεισε την πόρτα. "ω, χι χι χι!" κατέβασε ακόμη ένα αναψυκτικό.
ο Φον Μπ. άνοιξε ακόμα ένα μπουκάλι. τα ρουφούσε σα φίδι. "κύριοι είμαι καλλιτέχνης και εφευρέτης ταυτόχρονα! η πραγματική μου ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ, είναι η κόρη μου, η Τάνια..."
"κι άλλα αστειάκια Φον;" ρώτησα.
"τέρμα τα αστειάκια! Τάνια πήγαινε να καθίσεις στην αγκαλιά του κυρίου!"
η Τάνια γέλασε, σηκώθηκε, ήρθε και κάθισε στα γόνατα μου. ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ; δεν μπορούσα να το πιστέψω! το δέρμα της ήταν πραγματικό δέρμα ή, τουλάχιστον έτσι φαινόταν, κι η γλώσσα της μέσα στο στόμα μου καθώς φιλιόμασταν, δεν ήταν μηχανική - κάθε κίνηση ήταν διαφορετική, ανταποκρινόταν στις δικές μου.

είχα πέσει με τα μούτρα, της ξέσκιζα την μπλούζα, τραβούσα την κυλότα της, πιο καυλωμένος από κάθε άλλη φορά, κι ενωθήκαμε. κάποια στιγμή βρεθήκαμε να να στεκόμαστε, την πήρα στο όρθιο, με τα χέρια μου πλεγμένα στα μακριά ξανθά μαλλιά της, τραβώντας της το κεφάλι προς τα πίσω, πιέζοντάς την σαν τρελός, την ένιωσα να φτάνει σ'οργασμό κι έχυσα μαζί της.
ήταν το καλύτερο γαμίσι της ζωής μου!

η Τάνια πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε, ντύθηκε πάλι για τον Μάικ τον ινδιάνο. έτσι πίστευα τουλάχιστον.
"η μεγαλύτερη εφεύρεση του ανθρώπου" είπε σοβαρά ο Φον Μπράσλιτζ.
κι είχε δίκιο.
η Τάνια βγήκε, ήρθε και κάθισε στην αγκαλιά ΜΟΥ.
"ΟΧΙ! ΟΧΙ! ΤΑΝΙΑ! ΕΙΝΑΙ Η ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥΝΟΥ! ΑΥΤΟΝ ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ ΓΑΜΗΣΕΣ!"

έμοιαζε σα να μη τον άκουγε. κι ήταν παράξενο, ακόμα και για μια ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ γιατί, στ'αλήθεια, ποτέ δεν υπήρξα ο τέλειος εραστής.
"μ'αγαπάς;" με ρώτησε.
"ναι".
"σ'αγαπώ. κι είμαι πολύ ευτυχισμένη. κανονικά, δε θα'πρεπε να ζω. το ξέρεις, έτσι δεν είναι;"
"Τάνια, το μόνο που ξέρω είναι ότι σ'αγαπώ".
"ο διάολος να σας πάρει" ούρλιαξε ο γέρος. "και σένα και τη ΓΑΜΙΣΟΜΗΧΑΝΗ!" άνοιξε το κουτί με τ'όνομα ΤΑΝΙΑ γραμμένο στη μια πλευρά. μικρά καλώδια ξεχύνονταν από μέσα, βελόνες που κουνιόνταν πέρα και δώθε καντράν, φωτάκια που αναβόσβηναν, πράγματα που χτυπούσαν ρυθμικά... ο Φον Μπ. ήταν ο πιο μουρλός νταβατζής που είχα δει στη ζωή μου. έπαιζε με τα καντράν και κάποια στιγμή κοίταξε την Τάνια:
"είκοσι πέντε ΧΡΟΝΙΑ! μια ολόκληρη ζωή για να σε φτιάξω! μέχρι που σ'έκρυψα κι από τον ΧΙΤΛΕΡ! και τώρα... πας να μου γίνεις μια συνηθισμένη σκύλα!"
"δεν είμαι είκοσι πέντε" είπε η Τάνια "είμαι 24".
"το'δες; το'δες; σαν τις άλλες χαμούρες κάνεις!"
ξαναγύρισε στα καντράν του.
"άλλαξες κραγιόν" είπα στην Τάνια.
"σ'αρέσει;"
"ω,ναι!"
έσκυψε και με φίλησε.
ο Φον Μπ. συνέχιζε να παίζει με τα καντράν του. το ένιωσα ότι θα νικούσε. Ο Φον Μπ. στράφηκε στον Μάικ τον ινδιάνο. "είναι μόνο ένα βραχυκύκλωμα. έχε μου εμπιστοσύνη. σ'ένα λεπτό θα το διορθώσω, για;"
"το ελπίζω" είπε ο Μάικ ο ινδιάνος. "κάθομαι εδώ με δεκατέσσερις ίντσες που ανυπομονούν, άσε που ακούμπησα και είκοσι δολλάρια".
"σ'αγαπώ" είπε η Τάνια "δε θα ξαναγαμήσω άλλον άντρα στη ζωή μου αν δεν μπορώ να είμαι με σένα, δε θα δεχτώ να πάω με κανένα άλλο".
"Τάνια, πάντα θα σε συγχωρώ, ότι και να κάνεις".
ο καθηγητής κόντευε να διαλυθεί. γύριζε τους διακόπτες, αλλά δε γινόταν τίποτε. "ΤΑΝΙΑ! τώρα πρέπει να ΓΑΜΗΣΕΙΣ τον ΑΛΛΟ! Χριστέ μου... κουράστηκα... να πιω κάτι... να κοιμηθώ... Τάνια..."
"αμάν" είπε η Τάνια "άι στο διάολο βρωμερέ γεροπόρνε! εσύ και τα αναψυκτικά σου! και κάθε βράδυ να μου πιλατεύεις με τις ώρες τα βυζιά, ούτε να κοιμηθώ δεν μπορώ πια! και να σου σηκωνόταν τουλάχιστον! ξέρασμα σαν και σένα, δεν έχω ξαναδεί!"
"ΒΑΣ;"
"ΕΙΠΑ, ΟΥΤΕ ΜΙΣΟ ΠΟΝΤΟ ΔΕ ΣΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ!"
"Τάνια, θα μου το πληρώσεις αυτό! εσύ είσαι δικό μου δημιούργημα κι όχι εγώ δικό σου!"
έπαιζε με τα μαγικά του παιχνίδια τη μηχανή εννοώ. ήταν έξω φρενών και οργή του χάριζε μια ζωτική ευφυϊα που ξεπερνούσε τα όριά του.
"μια στιγμούλα Μάικ! το μόνο που θέλω είναι να ελέγξω τα ηλεκτρονικά! στάσου! ένα βραχυκύκλωμα! το βλέπω!"
χοροπηδούσε σα μανιακός. η μεγαλοφυία που σώσαμε απ'τους ρώσους.
κοίταξε τον Μάικ τον ινδιάνο: "το'φτιαξα! η μηχανή είναι εντάξει! καλή διασκέδαση!"
άνοιξε καινούριο μπουκάλι αναψυκτικό, βολεύτηκε για ν'απολαύσει το θέαμα.
η Τάνια σηκώθηκε απ'την αγκαλιά μου και ζύγωσε τον Μάικ τον ινδιάνο. τους είδα να αγκαλιάζονται.
του κατέβασε το φερμουάρ, χούφτωσε το πράμα του - και μα το Χριστό, ήταν πολύ ανεπτυγμένο - ο Μάικ είχε μιλήσει για δεκατέσσερις ίντσες μα εμένα μου φαίνονταν τουλάχιστον είκοσι.
η Τάνια του το'πιασε και με τα δυο χέρια.
ο Μάικ μούγκρισε, χαμένος στη δόξα της ηδονής.
του ξερίζωσε ττο πέος απ'το κορμί του, και το πέταξε στο πάτωμα. το είδα να κυλάει στο χαλί σαν ένα παρανοϊκό λουκάνικο, σημαδεύοντας το διάβα του με μικρές, λυπημένες σταγόνες αίμα. τσούλησε μέχρι τον τοίχο και σταμάτησε. απόμεινε εκεί σαν ένα περίεργο κατασκεύασμα με κεφάλι αλλά δίχως πόδια που δεν είχε πουθενά να πάει... κι αυτό ήταν γεγονός αναμφισβήτητο.
και μετά τ'αρχίδια τινάχτηκαν στον αέρα - θέαμα βαρύ και παλαβό. προσγειώθηκαν στο κέντρο του χαλιού και μην ξέροντας τι άλλο να κάνουν, αιμορραγούσαν.
αιμορραγούσαν, λοιπόν.
ο Φον Μπράσλιτζ, ο ήρωας της Αμερικανο-Ρώσικης εισβολής κοίταζε ότι είχε απομείνει από τον Μάικ τον ινδιάνο, τον παλιό μου σύντροφο των μεθυσιών, που ξάπλωνε στο πάτωμα κατακόκκινος, η πηγή της ροής κάπου στο κέντρο του κορμιού του, και το'βαλε στα πόδια, κουτρουβάλησε τις σκάλες...
στο δωμάτιο εξήντα εννιά είχαν γίνει τα πάντ εκτός απ'αυτό που συμβόλιζε π αριθμός του.
τη ρώτησα "Τάνια, όπου να'ναι καταφθάνουν οι μπάτσοι κι όλος ο υπόλοιπος συρφετός. θ'αφιερώσουμε τον αριθμό του δωματίου στον έρωτά μας;"
μόλις που προλάβαμε πριν ορμήσουν μέσα όλοι οι καθυστερημένοι μαζί.
ένας σοφότατος σπουδαγμένος κύριος δήλωσε ότι ο Μάικ ο ινδιάνος ήταν νεκρός.
κι επειδή ο Φον Μπ. ήταν προϊόν της κυβέρνησης είχε μαζευτεί κάμποσος κόσμος. διάφοροι χέστηδες αξιωματούχοι - πυροσβέστες, δημοσιογράφοι, μπασκίνες, η C.I.A., το F.B.I., κι άλλες ποικίλες μορφές ανθρώπινων σκατών.
η Τάνια ήρθε και κούρνιασε στην αγκαλιά μου. "τώρα θα με σκοτώσουν, σε παρακαλώ, μη λυπηθείς πολύ".
ο Φον Μπράσλιτζ τσίριζε δείχνοντας την Τάνια: "ΚΥΡΙΟΙ, ΣΑΣ Τ'ΟΡΚΙΖΟΜΑΙ, ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ΤΗΝ ΕΣΩΣΑ ΑΠ'ΤΟΝ ΧΙΤΛΕΡ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΗ! σας λέω, δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια ΜΗΧΑΝΗ!"
κανείς δεν πίστευε τον Φον Μπ.
ήταν η πιο όμορφη μηχανή που είχαν ποτέ τους δει.
"σκατά, που να πάρει ο διάολος, ηλίθιοι! όλες οι γυναίκες είναι μηχανές για γαμίσι, καλά, ούτε αυτό δεν καταλαβαίνετε; ανοίγουν τα πόδια τους σ'αυτόν που θα τους δώσει τα περισσότερα! ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΓΑΠΗ. Η ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΟΠΩΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!"
εξακολουθούσαν να μην τον πιστεύουν.
ο Φον Μπράσλιτζ άδραξε το μπράτσο της Τάνιας και της το ξερίζωσε.
και στο εσωτερικό - μέσα στην τρύπα του ώμου της - είδαμε μόνο σωλήνες και καλώδια κουλουριασμένα το ένα μέσα στ'άλλο, σα φίδια, κι ακόμα, μια ουσία που πολύ αόριστα θύμιζε αίμα.
είδα την Τάνια να στέκει με τα σύρματα να ξεχύνονται από τον ώμο της. με κοίταξε:
"σε παρακαλώ κάν'το για μένα! σου ζήτησα να μη λυπηθείς!".
τους έβλεπα να την κομματιάζουν, να την ξεσκίζουν, να την βιάζουν.
δεν άντεξα. έσκυψα το κεφάλι κι έκλαψα...
α, ναι! είναι κι ο Μάικ ο ινδιάνος που έχασε οριστικά κι ανεπανόρθωτα τα είκοσί του δολλάρια.


πέρασαν κάμποσοι μήνες. δεν ξαναγύρισα στο μπαρ. έγινε κάποια δίκη, κι ο Φον Μπ. και η μηχανή του απαλλάχτηκαν. μετακόμισα σ'άλλη πόλη. και μια μέρα που περίμενα τη σειρά μου στο κουρείο, πήρα να ξεφυλλίσω ένα πορνοπεριοδικό. διάβασα την παρακάτω αγγελία: "φουσκώστε μόνος σας την κουκλίτσα σας! δολλάρια είκοσι εννιά και ενενήντα πέντε. ανθεκτικό ελαστικό υλικό με μεγάλη διάρκεια ζωής. αλυσίδες και μαστίγια, δυο περούκες, κραγιόν και μικρή ποσότητα ερωτικού φίλτρου. εταιρεία Φον Μπράσλιτζ".
του έστειλα μια ταχυδρομική επιταγή κάπου στη Μασαχουσέτη. κι αυτός είχε μετακομίσει.
το δέμα έφτασε σε τρεις βδομάδες. μ'έφερε σε πολύ δύσκολη θέση. δεν είχα τρόμπα ποδηλάτου και μου σηκώθηκε μόλις ξετύλιξα το πακέτο. πήγα στο γωνιακό βενζινάδικο και ζήτησα την αντλία τους.
όσο φούσκωνα τόσο καλύτερο φαινόταν. μεγάλα βυζιά. θεόρατος κώλος.
"τ'είν'αυτό, ρε μάγκα;" με ρώτησε ο βενζινάς.
"άκου, φίλε, δανείζομαι λίγο αέρα. εντάξει; από σένα δεν παίρνω την βενζίνη μου; άντε, λοιπόν, κοίτα τη δουλειά σου".
"εντάξει, εντάξει, πάρε όσο αέρα θες. πειράζει που ρωτάω τι στο διάολο φουσκώνεις;"
"ξέχνα το!" είπα.
"ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ. ΚΟΙΤΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΒΥΖΙΑ!"
"ΑΥΤΑ ΚΟΙΤΑΩ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!"
τον άφησα να χάσκει με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω, φορτώθηκα την κουκλίτσα στον ώμο και γύρισα σπίτι μου. την κουβάλησα στην κρεβατοκάμαρα.
και τώρα τι θα γινόταν;
άνοιξα τα πόδια της κι έψαξα να βρω κάποιο άνοιγμα.
ο Φον Μπ. τα είχε καταφέρει.
την καβάλησα κι άρχισα να φιλάω το λαστιχένιο της στόμα. κάπου κάπου, ρούφαγα τα τεράστια λαστιχένια βυζιά. της είχα φορέσει μια κίτρινη περούκα κι είχα αλείψει με το ερωτικό φίλτρο το πουλάκι μου. περίσσεψε κάμποσο - φαίνεται ότι θα'χε στείλει ποσότητα για ένα ολόκληρο χρόνο.
τη φιλούσα με πάθος πίσω απ'τ'αυτιά, της έβαζα κωλοδάχτυλο, της τον έμπηγα. σηκώθηκα, της έδεσα τα χέρια πίσω απ'την πλάτη και τη μαστίγωσα στ πισινά με τα δερμάτινα λουριά.
Χριστέ μου, πρέπει να 'μαι θεόμουρλος! σκέφτηκα.
τη γύρισα ανάσκελα και το'βαλα πάλι μέσα. πίεζα κι έσπρωχνα. για να πω την αλήθεια,ήταν μάλλον βαρετό. φαντάστηκα αρσενικά σκυλιά να γαμούν θηλυκά γατιά. φαντάστηκα δύο ανθρώπους να το κάνουν στον αέρα στην κάθετη πτώση τους από το Empire State Building. φαντάστηκα ένα μουνί μεγάλο σα χταπόδι να με πλησιάζει σέρνοντας, στάζοντας και βρωμοκοπώντας, αποζητώντας απελπισμένα έναν οργασμό. θυμήθηκα όλα τα βρακιά, γόνατα, γάμπες, βυζιά, μουνιά που είχα δει στη ζωή μου. το λάστιχο ιδρωκοπούσε΄ ιδρωκοπούσα κι εγώ.
"σ'αγαπώ μωρό μου" ψιθύρισα στο λαστιχένιο αυτί. ντρέπομαι που το λέω, αλλά ανάγκασα τον εαυτό μου να χύσει μέσα σ'αυτή τη βρωμερή λαστιχένια μάζα. δεν ήταν Τάνια αυτό το πράγμα.
πήρα ένα ξυράφι, και την έκοψα σε μικρά κομματάκια. την πέταξα στα σκουπίδια μαζί με τα άδεια κουτάκια μπύρας.
πόσοι άντρες στη Αμερική αγόραζαν τέτοια σκατά;
περπατώντας σ'οποιαδήποτε κεντρική λεωφόρο οποιασδήποτε αμερικάνικης πόλης, προσπερνάς πενήντα τουλάχιστον γαμισομηχανές - με τη μοναδική διαφορά πως αυτές προσποιούνται ότι είναι άνθρωποι.
καημένε μου ινδιάνε Μάικ. με τις είκοσι ίντσες νεκρού πούτσου.
όλοι οι δύστυχοι ινδιάνοι Μάικ. όλοι οι εξερευνητές του διαστήματος. όλες οι πουτάνες του Βιετνάμ και της Ουάσιγκτον.
φτωχή Τάνια, η κοιλιά της ήταν κοιλιά γουρούνας. οι φλέβες της, φλέβες σκυλιού. σπάνια έχεζε και κατουρούσε - μόνο γαμιόταν. η καρδιά της, η φωνή της, η γλώσσα της - όλα δανεικά, εκείνο τον καιρό λέγαν ότι είχαν πετύχει μόνο δεκαεφτά μεταμοσχεύσεις οργάνων. ο Φον Μπ. είχε προχωρήσει πολύ πιο μπροστά από την εποχή του.
η άμοιρη η Τάνια που έτρωγε τόσο λίγο - φτηνό τυρί και σταφίδες, κυρίως. δε γύρευε ούτε λεφτά, ούτε οικόπεδα, ούτε αμάξια τελευταία μοντέλα, ούτε πανάκριβα σπίτια. δε θέλησε έγχρωμη τηλεόραση, καινούρια καπέλα, μπότες, κουβεντούλες με ηλίθιες συζύγους στις πίσω αυλές. δεν έψαξε για σύζυγο γιατρό, χρηματιστή, γερουσιαστη, μπάτσο.
κι ο βενζινάς με ρωτάει "τι έγινε εκείνο το πράγμα που έφερες να φουσκώσεις εδώ;"
τώρα πια δε ρωτάει. άλλαξα βενζινάδικο. δεν ξαναπάτησα στο μπαρμπέρικο που είδα το περιοδικό με την αγγελία του Φον Μπράσλιτζ. κουρεύομαι αλλού. προσπαθώ να ξεχάσω τα πάντα.
τι θα κάνατε εσείς στη θέση μου;


Charles Bukowski - Η Γαμισομηχανή (από το βιβλίο Ερωτικές Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας)

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

The Invisibles

Το Κακό επιβουλεύεται ακόμα μια φορά τις τύχες της ανθρωπότητας. Η ανθρώπινη ύπαρξη απειλείται σοβαρά από τις απόκοσμες δυνάμεις του Κακού. Θα'πρεπε να ανησυχείτε; Ε φυσικά και όχι. Η απάντηση είναι THE INVISIBLES. Οι INVISIBLES είναι μια μυστική κοινωνία που μάχεται δυναμικά την φωτιά, αντιμετωπίζοντας την με φωτιά. Απαρτίζεται από ανθρώπους με ξεχωριστές και ιδιαίτερες δυνάμεις. Δεν είναι οι σφίχτες που έχουμε συνηθίσει από τα κόμιξ της Μάρβελ, αλλά επειδή βαριέμαι να γράφω άλλα με τέτοια ζέστη απλά θα παραθέσω τα links παρακάτω κι όποιος θέλει μπορεί να ασχοληθεί.

Link 1
Link 2
Link 3
Link 4

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

ΦΡΑΣΕΙΣ - ARTHURE RIMBAUD

ΦΡΑΣΕΙΣ

Όταν ο κόσμος γίνει μόνο ένα δάσος μαύρο
για τα τέσερα κατάπληκτα μάτια μας - μια
παραλία με άμμο για δυο παιδιά πιστά - ένα
μελωδικό σπίτι για τη φωτεινή μας συμπάθεια -
εγώ θα σας βρώ.
Να'χει απομείνει εδώ κάτω μόνο ένας γέροντας,
γαλήνιος κι ωραίος, θαμμένος σε "πλούτη
αμύθητα" - κι εγώ πέφτω στα πόδια σας.
Να έχω κάνει πράξη την κάθε σας ανάμνηση,
-μόνο εγώ να'μαι κείνη που μπορεί να σας δέσει
γερά - θα σας πνίξω.

----------

Όταν γεμίζουμε με δύναμη - ποιος κάνει πίσω
και φοβάται; και με χαρά; -ποιος σοβαρεύει και
λυπάται; Όταν γινόμαστε πολύ κακοί -
σαν τι μας περιμένει;
Στολιστείτε, χορέψτε, γελάστε. - Ποτέ δεν θα
μπορέσω να ρίξω απ'το παράθυρο τον Έρωτα.

----------

Συντρόφισσα, ζητιάνα, παιδί τέρας! Πόσο
σου είναι αδιάφορες αυτές οι άμοιρες και τα
τερτίπια τους, και οι καημοί μου. Γίνε μαζί μας ένα,
με την αλλόκοτη φωνή σου, αυτή η φωνή σου!
σκληρή παρηγοριά για τούτη την απόγνωση
την τιποτένια.

----------

Βαρύ πρωινό, Ιούλιο μήνα. Μέσα στον άνεμο
πετά γεύση από στάχτες - οσμή από ξύλο στην
πυροστιά ιδρώνει - λουλούδια νοτισμένα - οι
βόλτες ερημώνουν - ψιλόβροχο των καναλιών
μες στους αγρούς - άρα,γιατί όχι και θυμίαμα
και παιχνιδάκια;

----------

Έχω τεντώσει εγώ σκοινιά από καμπαναριό
σε καμπαναριό. Γιρλάντες από παράθυρο σε
παράθυρο. Χρυσές αλυσίδες από αστέρι σε αστέρι.
Και χορεύω.

----------

Η πάνω λίμνη αχνίζει διαρκώς. Ποια μάγισσα
θα μείνει ορθή μες στο λευκό ηλιοβασίλεμα;
Ποιες φυλλωσιές μενεξεδένιες θα σκύψουν;

----------

Την ώρα που το δημόσιο χρήμα σκορπιέται
σε γιορτές αδελφοσύνης, μέσα στα σύννεφα σημαίνει
καμπάνα ρόδινης φωτιάς.

----------

Μια γεύση από σινική μελάνη ευχάριστα
ανασταίνει αυτή η βροχή της μαύρης σκόμης που
πέφτει αργά στην αγρυπνία μου. - Τις φλόγες του
πολυελαίου χαμηλώνω, κι ορμάω στο κρεβάτι,
και στην πλευρά του σκοταδιού γυρνώντας βλέπω
εσάς κορίτσια μου! βασίλισσές μου!

Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Ούζο

Ούζο. Το ποτό που σκοτώνει. Γράφε με πλάγια γράμματα για να σε καταλαβαίνουν καλύτερα. Ήταν όταν πήγαμε στη προκυμαία. Όλοι μαζί. Εγώ και κάτι τύποι απ’ τον Άγιο Αθανάσιο και τους κέρασα μπύρες. Δεν ξέρω ποιος πρωτάρχισε να λέει τον πόνο του σε ποιον. Ήταν και αυτοί θύματα της ίδιας μπόρας. Στραπατσαρισμένα αμάξια, ποτά, ανίδεοι για το μέλλον τους. Κάποιος μας επιφυλάσσει κάτι μα δεν ξέρουμε τι. Οι ανασφαλείς αυτοί που δεν πέρασαν σε κάποια σχολή λόγω της αδιαφορίας που επικρατούσε στο σπίτι και στο νου τους. Ούζο. Μια φορά ήπιαμε και ευτυχώς που δεν ήταν κάποια θάλασσα κοντά για να πέσουμε μέσα. Έπειτα ο Πειραίας, ο Θανασούλης με εκείνη την γκόμενα που έπαιρνε τα βράδια και είχε αυτή την τρελή αφάνα. Μικρή…μικρή…Πως την λέγαν ; Καμαρωτή στα Εξάρχεια. Το έπαιζε rock star ακούγοντας Green Day. Κάτι έγινε αργότερα έφυγε αυτός, αυτή και έμεινα εγώ. Μόνος. Διαβάζοντας ένα ηλίθιο βιβλίο σε κάποιο παγκάκι κοντά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πίνοντας μπύρες.
Μα το Ούζο σας λέω Κύριοι μου είναι ποτό που πρέπει να το πίνετε εσείς όταν στοιχηματίζεται στον ιππόδρομο. Ναι! Βέβαια! Φυσικά! Μόνο ιππόδρομος και τίποτε άλλο. Τα άλλα είναι για τους παρακατιανούς. Ούζο και μεζές. Με τέτοια βολεύομαι και εγώ στο υπόγειο μου και όταν βγαίνω έξω ξεχνάω εντελώς και τον διπλανό μου. Μερικές φορές πιστεύω πως πετάω και ας περνάει η ώρα. Ποτέ μου δεν μπορώ να βγω ευτυχισμένος ο πρόστυχος γιατί το μεθύσι δημιουργεί εκείνη την εγρήγορση σαν μια διάπυρη έξαρση του γεννητικού σου συστήματος και θες να ενωθείς με έναν άγγελο που το παίζει δαίμονας για να σε παραπλανήσει.
Κι έβγαινα εκείνες τις νύχτες κοιτώντας με μίσος τους διπλανούς μου συνανθρώπους σε πεζούλια, σε μπαρ, σε λεωφορεία που έπαιρνα για να περιπλανηθώ εγώ και η Κυρία αξιότιμη μοναξιά μου σαν βασίλισσα της νύχτας και του εαυτού μου. Παρατηρούσα μερικές κυρίες που περνούσαν. Καλές κυρίες του δρόμου και της γειτονιάς. Μα όχι σαν την νεαρή περιπτερού που μου χαμογελούσε όποτε της ζητούσα μια κάρτα για το κινητό ή ένα πακέτο τσιγάρα αλλά ούτε και σαν την φουρνάρισσα, την πλαδαρή φουρνάρισσα που έβγαζε τις τυρόπιτες και τις σπανακόπιτες για να μου χαρίσει ένα ζωντανό χαμόγελο, σπαρταριστό και ευειδές.
Με διέκοψαν, με σκούντηξαν. Αχρείοι τύποι. Γιατί να σκουντάς έναν μεθυσμένο στο δρόμο. Τηλέφωνο. Ποιος να ‘ναι άραγε ; Ω! Αυτή. Βυζιά σαν πεπόνια που πέφτουν στο έδαφος. Λαχταριστά κόκκινα καρπούζια. Τα αγόραζα πριν βγούμε στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας και έπειτα στο κατακαλόκαιρο μου έλεγε η άλλη πως θα πάει στον Άλιμο για μπάνιο χλωμή και ευτυχισμένη με τους φίλους της. Έχεις μανία με τις τρελές ε ; Έχεις μανία ; Με ρώτησαν πολλοί και τους απάντησα ευχαρίστως ναι ασφαλώς και έχω.
Τώρα η μοίρα μου είναι στο υπόγειο και δεν μαρτυράω κανέναν αλλά ούτε και παραπονιέμαι. Τώρα που βλέπω πως φτιάξανε και τραίνο εδώ για να κινούμαστε πιο έυκολα στο έτος 2025. Ω! Ναι! Περάσανε τα χρόνια. Κάποια στιγμή την είδα και στο δρόμο όταν έπεφτε βροχή και μούσκευε τα παπούτσια τα πάνινα. Είχα ανοιχτό το ριγέ πουκάμισο μου και κοίταζα τον ουρανό. Ήμουν αξύριστος τρεις βδομάδες. Καταραμένη βροχή! Πότε θα μου δώσουν το νοίκι από εκείνο το καταραμένο διαμέρισμα στις Σέρρες ; Αραχνιασμένο και διαλυμένο από τότε που έφυγαν οι γονείς μου. Ναι. Με παρατήσανε και αυτοί. Αργός θάνατος από καρκίνο. Πατέρα γιατί έφυγες ; Μήτερα γιατί τον ακολούθησες ; Μελετούσα και εγώ τον θάνατο τους. Εξουσιάστηκα απ’ τον φόβο ότι θα μείνω μόνος. Έμεινα. Θείες, θείοι, νονός. Κανένας συγγενής. Όλοι στον κόσμο τους. Ένας αγαπητός αδερφός έμεινε που μου δώρισε τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Σημαδιακό δώρο.
Τώρα έβγαινα για να πάρω κάτι να φάω. Μια πίτα. Κάτι να βάλω στο στόμα μου μετά το χθεσινό μεθύσι. Μουσική ροκ. Grateful Dead κατά προτίμηση. Motorhead το Rock ΄n΄ Roll. Το Hotel California μ’ άρεσε πάντα περισσότερο απ’ το Stairway to Heaven. Περπατούσα στη βροχή. Λασπωμένοι δρόμοι. Σαν λέτσος. Θα έβγαινε κάποιος να με βρίσει, να με χλευάσει. Α! Ένδοξο παρελθόν δεν είχες σημασία πια. Πότε ήταν ένδοξο ; Σαν την ιστορία της Αγγλίας. Αποικίες, διάδοση του πολιτισμού, βασιλεία. Τώρα ο Λέοντας καθόταν και έπιανε τη χαίτη του με το αριστερό του πόδι. ¨Δύσκολοι καιροί για λιοντάρια¨. Ήμασταν πολύ σίγουροι με τους εαυτούς μας. Το ούζο μας κάρφωσε στο τέλος.
Τελευταίες, μικρές, γλυκερές, στιγμές. Να την! Ω! Μα δεν είναι αυτή! Πιο κοντό μαλλί. Το ίδιο παιχνιδιάρικο πρόσωπο. Η βροχή που πέφτει στο πρόσωπο της. Βεβηλώνει την μορφή της. Πως εκδικείσαι μια βροχή ; Με φόρεμα της τελευταίας μόδας. Αυτή ; Που άλλοτε. Ω! Επαναστάτρια και το άγγιγμα της. Χίλιες λόγχες καρφώθηκαν στην πλάτη σου τότε. Ναι. Χίλιες λεπίδες έσκισαν το σβέρκο σου. Αλλά τώρα. Ναι. Βαμμένη. Αυτή. Δεν ήταν δυνατόν. Κι όμως όλα ήταν δυνατά. Καριέρα. Η μισητή λέξη του καπιταλισμού. Καριέρα. Καριέρα. Δικαστικοί, στρατιωτικοί, εφοριακοί. Καριέρα. Ένας μεθυσμένος θεολόγος στην τελευταία του ώρα έβλεπε αγγέλους και ξημεροβραδιαζόταν στην Εκκλησία μπας και συναντήσει το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Μα βέβαια αυτός θα είναι κάπου στην Αθήνα. Τι δουλειά έχει εδώ πέρα ; Αλλά ήταν αυτή, πόσο είχε αλλάξει και τα χρόνια την είχαν κάνει πιο ώριμη. Ομορφότερη. Είχε γλυκάνει τώρα και το κορμί της δεν ήταν πια κοριτσίστικο. Έτσι ισχνό και χωρίς κάποια συγκεκριμένη φιγούρα. Τώρα μου έκανε μια διαφορετική εντύπωση. Θα μπορούσε να με πατήσει με το τακούνι της. Δεν είχα λεφτά για να την πείσω να με κάνει σκλάβο της για ένα εξάμηνο τουλάχιστον. Αυτή. Θα μπορούσα να κλάψω όπως έκλαψα την πρώτη φορά που την είδα και θα πέθαινα εκεί πέρα σε μια στιγμιαία αγκαλιά της λουσμένος από γκίνες και τραγούδια του παλιού, παλιού, παλιού καιρού. Ας ήταν και ηπειρώτικα. Ένα κλαρίνο. Ένα σαντούρι. Α! Όχι! Γκάιντα. Γκάιντα αγαπημένη γκάιντα. Και χιόνι μπόλικο χιόνι. Μαζί θα ταξιδεύαμε στο έλκηθρο, θα έμπαινα μέσα σπίτι της και ντυμένος άγιος Βασίλης θα την έπαιρνα στην αγκαλιά μου. Τάρανδοι ή σκυλιά δεν έχει σημασία. Θα μου χάιδευε τη χοντρή κοιλιά και θα μου έλεγε πόσο με αγαπάει, πηγαίνοντας ταξίδια μέσα απ’ το χιόνι και τους πάγους στη ζεστή ξύλινη κατοικία μου και εκεί θα ζούσαμε για όλη μας τη ζωή. Μικρή ατυχία. Το ούζο μας τα σαμποτάρισε όλα. Τώρα πλούσια τα ελέη της καριέρας. Τα καλά και συμφέροντα της τσέπεως ημών και την επανάσταση την γράφουμε εκεί που δεν χρειάζεται να σας πούμε. Μα δεν ήταν ποτέ θα μου ΄πει, δεν ήταν ποτέ. Θα ωρύεται μάλιστα. Εγώ ένας αλήτης ; Πως τολμούσα ; Οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις. Εγώ ; Ένα ρεμάλι που συνεχώς μεθάει με ούζο και άλλα ποτά;
Τώρα έβηχα. Ήταν αυτή. Με τον ανάλογο συνοδό και αυτοκίνητο. Ένα τζιπ. Δεν ξέρω από μάρκες. Τώρα θα γράφαμε κάποια ιστορία με τον κολλητό μου φίλο γι’ αυτούς που στέκονται στον σταθμό των τρένων. Κλεφτρόνια, μοναχούς, ομοφυλόφιλους, τραβεστί. Το κατακάθι που δεν δέχεται η κοινωνία. Τα ταμπού και τους μεθύστακες που δέρνουν τις γυναίκες τους και μετά μαχαιρώνουν ο ένας τον άλλον. Αγάπη μου είσαι τυχερή που δεν τα έζησες ποτέ αυτά ; Αν και εσύ ζούσες στον σταθμό. Α! Ναι! θυμάμαι. Με εκείνο το νυστέρι που έκανες αρχιτεκτονικά σχέδια. Ναι. Ναι. Ναι. Θα γίνεις διάσημη αρχιτέκτων και έγινες. Τώρα στο τζιπ, τώρα τα ξέχασες όλα. Θα έπρεπε να σου κόψω το λαιμό τότε που κρατούσα αυτό το νυστέρι αλλά με εμπόδιζε η ισόβια φυλάκιση και η διαπόμπευση. Θα χαλούσα και τη ζωή μου και είχα ακόμη να γευτώ αρκετή αμβροσία και νέκταρ σαν καλός Έλληνας μεθύστακας, σάτυρος, υπηρέτης του Διονύσου.
Τώρα η πορεία σου ήταν προδιαγεγραμμένη. Κατάλαβα τι είχε συμβεί και δεν το έψαξα πολύ. Αφού δεν σε ρώτησα καν τι είχε γίνει. Είναι αυτά τα συναδελφικά καταλαβαίνω. Οι χαρές, οι τούρτες, τα γενέθλια τα ταξιδάκια. Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία. Όλα αυτά τα καλά. Τα σουβενίρ και Άγιος ο Θεός, ο κόσμος καλά πάει και ας ψοφάνε οι άλλοι στο Μπαγλαντές. Δεν βαριέσαι βρε αδερφέ. Γνώρισα και εγώ μια νοσηλεύτρια μια φορά θυμάμαι που λικνιζόταν ακούγοντας λαικοποπ σαχλοτράγουδα και ήθελε να πάει στη Κένυα. Χαρήκανε οι μαύροι. Ουγκάντα, Κένυα ξέρω και εγώ ; Στα Γαλλία θα την πήρανε αρκετοί απ’ το Αλγέρι.
Μα εσύ έτσι τα είπαμε ; Έτσι τα συμφωνήσαμε ; Με τις τζιπάρες, με τον κουστουμάτο, με τα παιδάκια σου, με τα διαμαντικά σου. Εγώ τα περίμενα αλλιώς. Τότε με το ίδιο παντελόνι να σε έβλεπα και να κυματίζεις σαν χρυσή σημαία στην καρδιά μου. Κλασσική γυναίκα. Μετά με είπαν μισογύνη παρόλο που δεν συμπάθησα τον άλλον μισογύνη τον Πλάτωνα και εκείνον τον Χέγκελ που έλεγε ότι η φιλοσοφία δεν είναι για τις γυναίκες. Ε δεν είναι. Παρεκτρέπονται με αυτά. Και όταν πίνουν γίνονται ακόμα χειρότερες. Που να τις βάλεις να παίξουν και χαρτιά δηλαδή.
Στεκόμουν στη βροχή, απογοητευμένος απ’ το θέαμα. Ο τελευταίος μου έρωτας έπεσε και αυτός στο δέλεαρ του καπιταλισμού. Είναι οι πειρασμοί των ταξιδιών και οι ανέσεις όπως προανέφερα. Τι να κάνεις ; Είναι η γραμμή που πρέπει να ακολουθήσεις. Γάμος, παιδί, να κοιτάς και την καριέρα, ταξιδάκια, εκλεκτά φαγητά, ωραίοι δίσκοι, καλό σεξ, ένας ερωμένος αργότερα. Ποιος ξέρει ; Μπορεί να πεθάνεις και σαν καλή γιαγιά περιτριγυρισμένη απ΄τα τέκνα σου. Η καλή γιαγιά θα λένε που μας έφερε στον κόσμο. Σιγά τη μπάσταρδη. Μπορεί και μεθυσμένη να ήσουν όταν συνέλαβες το πρώτο σου μούλικο. Εν τέλει τι έγινε ; Γεμίσαμε κωλόπαιδα. Είναι και το ποιος θα με φροντίσει εμένα. Οι γερομεθύστακες δεν έχουν γοητεία. Είναι γνωστό αυτό και τότε θα έχω γράψει και χιλιάδες στίχους. Ίσως έχω και τη φωτογραφία σου κάπου και την κοιτάω και σε θυμάμαι . Έτσι όπως σε γνώρισα, έτσι στα είκοσι μου χρόνια αγνή παρθένα και με μάτια που έλαμπαν με όρεξη για ζωή και όχι έτσι όπως σε κατάντησε ο πολιτισμός. Με τα ρούχα του, με τις καριέρες του, με τις διασκεδάσεις του και με τις μαλακίες του. Αντίο σας. Τα λέμε άλλη φορά. Φιλάκια πολλά.


Ιωάννης Κ.

Τετάρτη 9 Ιουλίου 2008

Ν. Καββαδίας- Καφάρ

Ν. Καββαδίας- Καφάρ


Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να ‘χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ’ το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.

Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.

Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις, βλέποντας τουρίστες
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
ειν’ ένα πράμα που σκοτώνει τους αρτίστες.

Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας,
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας.

Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λότι
αν πας λιγάκι παρακάτου στις Μαρκίζες
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.

Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή
κι οι μαύρες του Μαρόκου, που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

Η αυτοκτονία, προνόμιο στα θηλυκά –
κάποτες κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά
μα τελευταία τα ‘χουν κι αυτά πολύ νοθέψει.

ΕΝΑ ΑΣΧΗΜΟ ΤΑΞΙΔΙ – CHARLES BUKOWSKI

ΕΝΑ ΑΣΧΗΜΟ ΤΑΞΙΔΙ – CHARLES BUKOWSKI


καθίσατε να σκεφτείτε ποτέ στα σοβαρά ότι το LSD και η έγχρωμη τηλεόραση εμφανίστηκαν στην αγορά σχεδόν ταυτόχρονα; Καταφθάνει αυτός ο εκρηκτικός βομβαρδισμός χρωμάτων, κι εμείς τι να κάνουμε; Κηρύττουμε παράνομο το λενα κα γαμούμε τελείως το άλλο. Φυσικά, η τηλεόραση – με τους ανθρώπους που τη διαχειρίζονται σήμερα είναι άχρηστη, αυτό δε σηκώνει κουβέντα. Διάβασα ότι σε μια πρόσφατη επιδρομή της αστυνομίας, ένας πράχτορας δέχτηκε στο πρόσωπο ένα δοχείο με οξύ που του το πέταξε ο φερόμενος ως κατασκευαστής των παραισθησιογόνων. Κι αυτό είναι ένα είδος σπατάλης. Υπάρχουν ορισμένοι σοβαροί λόγοι για το διωγμό του LSD, DMT,STR – μπορούν να κάνουν έναν άνθρωπο να χάσει για πάντα τα λογικά του – αλλά το ίδιο μπορεί να καταφέρει και το πλύσιμο των πιάτων, το μάζεμα των παντζαριών και η διδασκαλία των αγγλικών στα τοπικά πανεπιστήμια. Αν διώκαμε οτιδήποτε μπορούσε να τρελάνει έναν άνθρωπο, ολόκληρη η κοινωνική δομή θα κατέρρεε – γάμος, πόλεμοι, αστικές συγκοινωνίες, σφαγεία, χειρουργία ότι θέλετε. Τα πάντα μπορούν να μας μουρλάνουν γιατί η κοινωνία είναι χτισμένη σε λάθος στηρίγματα. Μέχρι να ξηλώσουμε τον πάτο και να την ξαναχτίσουμε, τα τρελοκομεία θα είναι υπερπλήρη. Προσωπικά, πιστεύω πως οι περικοπές στον προϋπολογισμό των ψυχιατρείων που έχουν προταθεί από τον καλό μας κυβερνήτη, έμμεσα σημαίνουν ότι οι άνθρωποι που έχουν οδηγηθεί στην τρέλα από την κοινωνία δε θεωρούνται άξιοι να συντηρηθούν και να γιατρευτούν με έξοδα της ίδιας της κοινωνίας. Ιδίως σ’αυτόν τον αιώνα του πληθωρισμού και της βαρύτατης φορολογίας. Τα χρήματα αυτά θα έπιαναν περισσότερο τόπο στην κατασκευή δρόμων, ή, άν πασπαλίζονταν – ω, μα τόσο ανάλαφρα – στα κεφάλια των νέγρων για να τους εμποδίσουν να κάψουν τις πολιτείες μας. Τώρα, μου ήρθε μια υπέροχη ιδέα: γιατί να μη δολοφονούμε τους τρελούς; Σκεφτείτε πόσα λεφτά θα γλιτώναμε. Ακόμα κι ένας παλαβός έχει ανάγκη από τροφή και κάποιο χώρο να κοιμάται, κι είναι τόσο αηδιαστικοί οι μπάσταρδοι – έτσι όπως ουρλιάζουν και πασαλείβουν τους τοίχους με σκατά, κλπ., κλπ. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μια μικρή ιατρική ομάδα που θα αποφασίζει και κάνα δυο νοστιμούλες νοσοκόμες (ή νοσοκόμοι) που θα συντηρούν σε ικανοποιητικό επίπεδο τη σεξουαλική δραστηριότητα των ψυχιάτρων.
Ας ξαναγυρίσουμε στο LSD. Όπως είναι αλήθεια ότι όσο λιγότερα παίρνεις τόσο περισσότερο τολμάς – ας πούμε το μάζεμα των παντζαριών – είναι επίσης αληθινό ότι όσο περισσότερα παίρνεις τόσο περισσότερο τολμάς. Κάθε ερευνητική δραστηριότητα – ζωγραφική, ποίηση, ληστείες τραπεζών, το να’σαι δικτάτορας κλπ. – σε στέλνει σ’εκείνον τον τόπο όπου ο κίνδυνος και το θαύμα προχωρούν χεράκι χεράκι. Είναι ενδιαφέρουσα εμπειρία. Σου αρέσει – ας πούμε – να κοιμάσαι με τη γυναίκα του γείτονα, αλλά ξέρεις ότι κάποια μέρα θα σε πιάσουν με τα βρακιά κατεβασμένα. Αυτός ο κίνδυνος κάνει την πράξη ακόμα πιο ευχάριστη. Οι αμαρτίες μας κατασκευάζονται στον ουρανό για να δημιουργούν την κόλασή μας στη γη. Κόλαση που, προφανώς, χρειαζόμαστε. Κάνε πως γίνεσαι πολύ καλός σε κάτι, κι έχεις ήδη τους εχθρούς σου. Οι πρωταθλητές την έχουν πιο άσχημα απ’όλους! Το πλήθος ψοφάει να τους δει να τσακίζονται για να μπορέσει να τους κατεβάσει στο ίδιο βαρέλι με σκατά. Οι ηλίθιοι τη γλιτώνουν φτηνά ενώ ο νικητής μπορεί να σκοτωθεί μ’ένα τουφέκι που έχει παραγγελθεί ταχυδρομικώς (έτσι τουλάχιστον λέει ο μύθος) ή με το ίδιο του το κυνηγετικό όπλο σε κάποια μικρή πόλη όπως το Κέτσαμ. Ή σαν τον Αδόλφο και την πουτάνα του, καθώ το Βερολίνο κόβεται στα δυο, στην τελευταία σελίδα της ιστορίας τους.
Το LSD μπορεί να σε τσακίσει γιατί δεν είναι κατάλληλο για πιστούς δημοσίους υπαλλήλους. Ωραία, σύμφωνοι, το κακό οξύ όπως και η κακή πουτάνα μπορεί να σε διαλύσει. Όπως συνέβαινε άλλοτε και με τα λαθραία ποτά. Ο νόμος αναπτύσσει τη δικιά του αρρώστια σε φαρμακερές μαύρες αγορές . αυτό που θέλω να πω είναι πως, βασικά, τα περισσότερα άσχημα ταξίδια οφείλονται στο ότι το άτομο έχει ήδη ντρεσαριστεί και δηλητηριαστεί από την ίδια την κοινωνία. Αν ένας άνθρωπος ανησυχεί για το νοίκι, τις δόσεις του αυτοκινήτου, την πανεπιστημιακή μόρφωση του γιου του, το δείπνο των δώδεκα δολλαρίων με την γκόμενα, για τη γνώμη του γείτονα του, την τιμή της σημαίας ή για το τι θα συμβεί στην Μπρέντα Στάρ, τότε ένα χάπι LSD μπορεί να τον τρελάνει γιατί κατά κάποιο τρόπο είναι ήδη τρελός κι αν μπορεί και σέρνεται ακόμα στην κοινωνική παλλίροια, είναι επειδή υπάρχουν τα μπάρ. Για ένα ταξίδι, χρειάζεται κάποιος που δεν έχει ακόμα παγιδευτεί, που δεν έχει ακόμα ισοπεδωθεί απ’το Μεγάλο Φόβο που κινεί την κοινωνία. Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι υπερτιμούν την αξία τους σαν ελεύθερα άτομα, και είναι τεράστιο λάθος της γενιάς των Χίπις να μην εμπιστεύονται κανέναν πάνω από τα τριάντα.τριάντα, δε σημαίνει τίποτα. Οι περισσότεροι από μας μαντρώνονται κι εκπαιδεύονται στα εφτά ή στα οχτώ τους. Πολλοί νέοι ΜΟΙΑΖΟΥΝ ελεύθεροι, αλλά αυτό οφείλεται μόνο σε μια χημική αντίδραση κορμιού και ενέργειας, δεν έχει καμιά πνευματική βάση. Συνάντησα ελεύθερους άντρες στα πιο παράξενα μέρη και σ’όλες τις ηλικίες – θυρωρούς, κλέφτες αυτοκινήτων, γκαραζόπαιδα, κι ακόμη μερικές ελεύθερες γυναίκες – ιδίως νοσοκόμες ή σερβιτόρες ΚΑΘΕ ηλικίας. Η ελεύθερη ψυχή είναι σπάνια, αλλά όταν τη συναντήσεις την αναγνωρίζεις. Κι αυτό, γιατί αισθάνεται όμορφα, πολύ όμορφα όταν είσαι κοντά της ή μαζί της.
Ένα ταξίδι με το LSD θα σου δείξει πράγματα πέρα από κάθε κανόνα. Θα σου δείξει πράγματα που δεν είναι γραμμένα στα βιβλία και που δεν μπορείς να παραπονεθείς γι’αυτά στο δημοτικό σου σύμβουλο. Το χασίσι κάνει λίγο πιο υποφερτή την ανθρώπινη κοινωνία κι αυτό είναι όλο. Το LSD είναι μια άλλη κοινωνία. Αν έχεις κοινωνική συνείδηση, μπορείς να διαγράψεις το LSD σαν παραισθησιογόνο. Εύκολος τρόπος για να ξεφορτωθείς το πρόβλημα και να ξεχάσεις την όλη ιστορία. Αλλά, ο ορισμός της παραίσθησης εξαρτάται από το σύστημα αναφοράς που έχεις διαλέξει. Ότι και να σου συμβαίνει, τη στιγμή που σου συμβαίνει γίνεται πραγματικότητα – μπορεί να είναι μια ταινία, ένα όνειρο, ερωτική πράξη, δολοφονία, το να σε δολοφονούν, το να τρως παγωτό. Μόνο τα ψέμματα επιβάλλονται αργότερα. Παραίσθηση: είναι μονάχα μια λέξη στα λεξικά και κοινωνικό ξυλοπόδαρο. Για κάποιον που πεθαίνει, ο θάνατος είναι πραγματικότητα, για τους άλλους είναι απλώς κακή τύχη, ή κάτι που πρέπει να ξεφορτωθείς. Όταν ο κόσμος αρχίσει να παραδέχεται ότι ΟΛΑ τα κομμάτια ταιριάζουν στο σύνολο, τότε ίσως υπάρχει μια πιθανότητα. Ότι βλέπει ένας άνθρωπος είναι αληθινό. Δεν το’φερε κάποια ξένη δύναμη, υπήρχε πριν γεννηθεί. Μη τον κατηγορείτε επειδή τρελαίνεται γιατί οι εκπαιδευτικές και πνευματικές δυνάμεις της κοινωνίας δεν ήξεραν να του πουν ότι η εξερεύνηση ποτέ δεν τελειώνει, κι ότι πρέπει όλοι μας να είμαστε μικρές κουράδες, περιορισμένες στο α,β,γ, και τίποτα παραπέρα. Δεν είναι το LSD που φταίει για το άσχημο ταξίδι, είναι η μάνα σου, ο πρόεδρός σου, το κοριτσόπουλο στο διπλανό σπίτι, ο παγωτατζής με τα βρώμικα χέρια, ένα μάθημα άλγεβρας, η αναγκαστική μάθηση των ισπανικών, η βρώμα από μια χέστρα το 1926, ένας άντρας με μεγάλη μύτη τότε που οι μεγάλες μύτες δεν ήταν της μόδας. Είναι τα καθαρτικά, η Ταξιαρχία του Αβραάμ Λίνκολν, το πρόσωπο του Φραγκλίνου Ντ. Ρούζβελτ, οι καραμέλες από λεμόνι, το ότι δούλευες στη φάμπρικα για δέκα χρόνια κι απολύθηκες γιατί άργησες 5 λεπτά, η γριά καρακάξα στο μάθημα της αμερικάνικης ιστορίας, το σκυλί σου που το πάτησε ένα αυτοκίνητο – ένας κατάλογος τιών σελίδων και ύψους πέντε χιλιομέτρων.
Άσχημο ταξίδι; Όλος ο κόσμο ταξιδεύει άσχημα, φίλε.
Αλλά θα συλλάβουν εσένα γιατί κατάπιες ένα χάπι.
Εγώ συνεχίζω μόνο με μπύρα γιατί σα σαράντα εφτά μου είμαι στριμωγμένος από πάρα πολλές μεριές. Θα ήμουν ηλίθιος αν πίστευα ότι ξέφυγα από τα δικά τους δίχτυα. Νομίζω ότι ο Τζέφερς είχε δίκιο όταν έλεγε – πάνω κάτω – πρόσεχε τα δίχτυα αδελφέ μου, κι υπάρχουν κάμποσα, λένε ότι ο ίδιος ο θεός πιάστηκε κάποτε που περπάτησε στη γή. Τώρα βέβαια, κάμποσοι από μας δεν είμαστε και τόσο σίγουροι ότι ήταν θεός, αλλά όποιος και να’ταν ήξερε από κόλπα. Μόνο που μίλαγε πολύ. Ακόμα κι ο Λήρυ. Ακόμα κι εγώ.
Είναι Σάββατο, κάνει κρύο, πέφτει ο ήλιος. Τι μπορείς να κάνεις το απόγευμα; Αν ήμουν η Λίζα θα χτένιζα τα μαλλιά μου, αλλά δεν είμαι η Λίζα. Να, έχω αυτό το παλιό τέυχος της Εθνικής Γεωγραφίας και οι σελίδες του λαμποκοπάν σαν κάτι να συμβαίνει στ’αλήθεια. Φυσικά, τίποτα δε συμβαίνει. Όλοι σ’αυτό το μέγαρο μεθοκοπάνε. Μια κυψέλη αλκοολικών. Βλέπω τις κυρίες απ’το παράθυρό μου. Εκπέμπω, μουρμουρίζω μια μάλλον κουρασμένη κι ευγενική λέξη όπως «σκατά» και τραβάω αυτή τη σελίδα από τη γραφομηχανή μου. Είναι δικιά σας.

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

ΛΟΙΠΟΝ?

Και τελικά τι θα κάνουμε; Πω ρε φίλε έχω βαρεθεί τον συμβιβασμό. Συμβιβάσου με την σχολή που δε γουστάρεις και τελείωσε την. Διάβασε την άχρηστη, αδιάφορη, κακογραμμένη παπαριά ενός ηλίθιου υπάνθρωπου που υποτίθεται είναι οι σημειώσεις του μαθήματος. Απάλευτη κατάσταση. Κι όλα αυτά γιατί; Για να σε πάρουν σε μια βιβλιοθήκη με σύμβαση ΑΝ σε πάρουν και να σου ρίχνουν ψίχουλα; Ή για να μπεις στο Δημόσιο, ώστε να παίρνεις κάτι παραπάνω (όχι αρκετά πάντως) και να τρέχεις και στην δεύτερη δουλειά. Αυτή είναι η λύση του πατέρα μου. Δηλαδή μπες στην Αεροπορία ως βιβλιοθηκονόμος και άμα θες περισσότερα πας και στο catering. ΓΑΜΑΤΑ ΡΕ! ΑΥΤΟ ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ! Το κακό είναι ότι έχει αρχίσει να συμβιβάζεται και η γενιά μας. Εκκολαπτόμενοι σκλάβοι. Έχουμε τόσο γαμάτη χώρα κι αντί να την εκμεταλλευόμαστε σωστά, έχουμε αφήσει 2 οικογένειες να μας κυβερνάνε και κάμποσες άλλες που εδρεύουν στα βόρεια και στα νότια προάστια να μαζεύουν όλο το χρήμα... Κι όταν κάνας γνωστός σου βρει δουλειά με 1000 ευρώ κάνει τούμπες. Γαμώτο...Τι κάθομαι και λέω ε; Ο περίεργος ε; Μάλλον δεν έχω γκόμενα λες; Έ ρε κάτι πυροβολημένοι, σωστά; Άντε πάμε να πάρουμε κάνα παντελόνι, μάρκα πάντα, όχι λιγότερα από 100 ευρώ. Να΄ναι καλά ο μαλάκας που σε ταϊζει. Και το βράδυ καρφί στο club το hot και in club για ποτάκι. Η ζωή είναι ωραία. Να δω πόσο ωραία θα'ναι όταν θα δουλεύεις ήλιο με ήλιο και θα σε κόβει η πείνα. Να δω πόσο ωραία θα΄ναι όταν θα μπαίνει νερό στα τρύπια παπούτσια σου. Να δω ΠΟΣΟ ΤΕΛΕΙΑ θα'ναι όταν αυτός που σε ταϊζει τα κακαρώσει. ΔΩΣΜΟΥ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΣΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟ



ΘΕΜΗΣ Χ

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

Ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη



Επιτύμβιον

Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.

Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.

(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)

Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.

Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.


Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατί, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Νοέμβρης 1983


Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.

Σημ.: Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ - ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ (ARTHURE RIMBAUD)



ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ

ΚΑΠΟΤΕ ΕΑΝ Η ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ ΜΕ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΣΩΣΤΑ

Κάποτε,εάν η μνήμη μου με υπηρετεί σωστά,η ζωή μου ήταν ένα συμπόσιο όπου κάθε καρδιά φανέρωσε τον εαυτό της,όπου κάθε κρασί κύλησε.

Ένα βράδυ πήρα την Ομορφιά στην αγκαλιά μου--και τη θεώρησα πικρή--και τη προσέβαλλα.

Σκλήραινα τον εαυτό μου ενάντια στη δικαιοσύνη.

Έφυγα.Ω! μάγισες,Ω! μιζέρια,Ω! μίσος,ο θησαυρός μου αφέθηκε στη φροντίδα σου...

Έσβησα μέσα μου κάθε ανθρώπινη ελπίδα.Με το σιωπηλό άλμα του βαρύθυμου κτήνος.Γονάτισα και στραγγάλισα κάθε χαρά.

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣE WORD

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΤΗΝ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΑΠΟ ΘΑΝΟ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟ

Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ ΤΟΥ ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (CHARLES BAUDELAIRE)

Ο βρικόλακας

Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλιστρήσω κοντά σου αχνός
σαν τα φαντάσματα της νυχτός.

Ξανά θα σου δώσω, μελαχρινή μου,
σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.

Και μόλις φέξει η αυγή η πελιδνή,
τη θέση μου θα βρείς εκεί αδειανή
και κρύα ώσπου να'ρθει πάλι το βράδυ.

Όπως οι άλλοι μ'αγκαλιές και χάδι,
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με την φρίκη εγώ!

-----------------

Ο τάφος ενός καταραμένου ποιητή

Αν κάποια νύχτα μαύρη και βαριά,
κανένας χριστιανός σαν από χάρη,
πλάι σε κάποια χαλάσματα παλιά,
θάψει το φημισμένο σου κουφάρι,

την ώρα που τ'αστέρια αγνά ένα ένα,
τα μάτια τους σφάλουν τα κουρασμένα,
τα δίχτυα της η αράχνη εκεί θα στήσει
κι η όχεντρα τα παιδιά της θα γεννήσει.

Και θεν'ακούς όλο το χρόνο εσύ,
πάνω απ'το κολασμένο σου κεφάλι,
των λύκων τη θρηνητική κραυγή,

της πεινασμένης μάγισσας στριγκλιές,
του γέρου του λάγνου την κραιπάλη
και των κλεφτών τα σχέδια για κλεψιές.

---------------------------

Spleen

Όταν, βαρύς και χαμηλός, ο ουρανός πλακώνει
το πνεύμα που απ'την πλήξη του την τόση αγκομαχάει
και γύρω τον ορίζοντα ολόκληρο τον ζώνει
και φως μουχρό, πιο θλιβερό κι απ'της νυχτός, σκορπάει΄

όταν η γη μια φυλακή λες κι είναι, μουσκεμένη,
όπου η Ελπίδα, φεύγοντας, σαν νυχτερίδα πάει
κι αγγίζει τη φτερούγα της στους τοίχους φοβισμένη
κι απά' σε σαπιοτάβανα την κεφαλή χτυπάει
΄

όταν τ'ατέλειωτο η βροχή κλωτόνερό της χύνει,
που σιδερόφραχτη τη γη σαν κάτεργο την δείχτει,
και πλήθος άτιμες, βουβές αράχνες πάει και στήνει
βαθιά μες στο κεφάλι μας το δολερό του δίχτυ,

άξαφνα τότε ακούγονται καμπάνες φρενιασμένες,
που το φριχτό τους ουρλιαχτό στους ουρανούς σκορπάνε
καθώς ψυχές που τριγυρνούν απάτριδες,χαμένες,
κι αρχίζουνε θρηνητικά, με πείσμα, να βογκάνε.

Και κάποια, δίχως μουσική, νεκρών πολλών κηδεία
περνά από την ψυχή μου. Κλαίει για ελπίδα νικημένη
και στο σκυφτό κρανίο μου καρφώνει η Αγωνία
δεσποτική τη μαύρη της σημαία λυσσασμένη.

----------------------------

Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τ'αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά' σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
" Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι'αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ'αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα'κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!"

Και το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ'τα κόκκαλά μου,
και λαγνεμένος έστρεψα σ'εκείνην τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου,
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα.

----------------------

Οι λιτανείες του Σατανά

Ω Συ, ο πιο όμορφος κι ο πιο σοφός απ'τους Αγγέλους,
Θεέ που η μοίτα σε πρόδωσε και δε σου ψέλνουν ύμνους,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Της εξορίας, ω Πρίγκιπα, που σ'αδικήσαν κι όμως,
και νικημένος πιο ισχυρός ορθώνεσαι, Συ, αιώνια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που όλα τα γρικάς, τρανέ ρήγα του κάτω κόσμου
και γιατρευτή πονετικέ κάθε αγωνίας του ανθρώπου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που και στους πανάθλιους και στους λεπρούς ακόμα
μαθαίνεις με τον έρωτα το τι ο Παράδεισος είναι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, που από το Θάνατο - παλιά, τρανή σου αγάπη -
γέννησες την Ελπίδα - μια τρελή χαριτωμένη,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που ησυχάζεις τη ματιά του κάθε προγραμμένου,
που ολόκληρο ντροπιάζει λαό γύρω απ'την καρμανιόλα,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Εσύ, που ξέρεις πού, βαθιά στη γη, στα έγκατά της,
έκρυψε ο Θεός ζηλόφθονα τ'ατίμητα πετράδια,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που'χεις μάτι που τρυπά τα τρίσβαθα εργαστήρια,
που μέσα τους τα μέταλλα κοιμούνται αποκρυμμένα.

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που το χέρι σου, πλατύ, βάραθρα κλει και σώζει
τον υπνοβάτη που βαδίζει στων σκεπών το χείλος,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που σαν μάγος τα σκληρά τα κόκκαλα απαλύνεις
του μέθυσου που νύχτωσε κι άλογα τον πατήσαν,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τον πόνο του άρρωστου για να τόνε γλυκάνεις,
μας έμαθες να σμίγουμε το νίτρο με το θειάφι,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τη βούλα σου, ω κρυφέ συνένοχε, την βάζεις
στο μέτωπο του ανήλεου και τιποτένιου κροίσου,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Συ, που τα μάτια, την καρδιά των κοριτσιώνε κάνεις,
τους πονεμένους ν'αγαπούν και τους κουρελιασμένους,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Ω Συ, ραβδί του εξόριστου και λάμπα του εφευρέτη,
του κρεμασμένου και του συνωμότη ξομολόγε,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

Θετέ πατέρα, Εσύ, εκείνων, που μες στη μαύρη οργή του
τους έδιωξε από την Εδέμ της γης ο Θεός Πατέρας,

ω Σατανά, τη μαύρη μου κακομοιριά λυπήσου!

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Δόξα σ'Εσένα, ω Σατανά, κει πάνω στα Ουράνια
που μια φορά βασίλεψες δόξα και μες στα βάθη
της Κόλασης, που σιωπηλά ρεμβάζεις, νικημένος!
Κάνε η ψυχή μου πλάι σου στης Γνώσης από κάτω
το Δέντρο ανάπαυση να βρει, όταν στο μέτωπό σου
θεν' απλωθούν σαν ένας Ναός καινούργιος τα κλωνιά του!




Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

ΠΡΟΣΕΧΩΣ..... ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ - ΑΡΘΟΥΡΟΣ ΡΕΜΠΟ (ARTHURE RIMBAUD)

Μια Εποχή στην Κόλαση θα φτάσει στις οθόνες των υπολογιστών σας μέσω αυτού του ιστολογίου. Αναμείνατε...

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΙΚΟΥ, ΕΝΑΣ ΕΛΛΗΝΑΣ ΖΩΓΡΑΦΟΣ

Έτυχε να βρεθώ στο χώρο δεξιώσεων μιας φαρμακευτικής εταιρείας και ζήλεψα τον συλλέκτη, οπότε τους φωτογράφισα. Έχοντας βρεθεί παλιότερα σε μια άλλη εταιρεία είχα την ευκαιρία να δω έναν άλλο ακόμα φοβερότερο πίνακα του Γιώργου Νίκου όπου απεικονιζόταν η Άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μάχη μεταξύ υπερασπιστών και πολιορκούντων πανω στα συντρίμια του γκρεμισμένου τείχους. Από εκείνη την μέρα άρχισα να ψάχνω στο Διαδίκτυο έργα του καλλιτέχνη αυτού αλλά δεν βρήκα κάτι.



Τρίτη 6 Μαΐου 2008

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ, ΜΙΓΚΕΛ ΠΙΝΙΕΡΟ - SEEKING THE CAUSE, MIGUEL PINERO


ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ

ήταν Νεκρός
ποτέ δεν Έζησε
πέθανε
πέθανε
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
επειδή
είπε
ποτέ δεν είδε τον σκοπό
αλλά άκουσε
τον σκοπο
άκουσε τα κλάμματα των πειναμένων παιδιων του γκέτο
άκουσε την προειδοποιήση από τον Μάλκολμ
άκουσε τα τρακτέρ να στρώνουν καινούριους δρόμους σε καινούριες φυλακές
πεθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
αναζητώντας έναν Σκοπό
ήταν νεκρός στην άφιξη
δεν Έζησε ποτέ πραγματικά
εκτός πόλης...στο κέντρο της πόλης...στην άλλη άκρη της πόλης...
το πτώμα βρέθηκε παντού στην πόλη
αναζητώντας τον Σκοπό
σκεπτόμενος οτι ο Σκοπός ήταν 75 δολλάρια και κροκοδειλίσια παπούτσια
σκεπτόμενος ότι ο Σκοπός ήταν να πουλάς την λευκή κυρία σε μαύρους
πιτσιρικάδες
σκεπτόμενος οτι ο σκοπός είναι να βρεθείς με την Gypsy Rose ή με την J.B.
ή να εμπορεύεσαι παλαβιάρικο χόρτο
και να τραγουδάς στο πάρκο μετά από μαστούρα
πέθανε αναζητώντας τον Σκοπό
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπο
και ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας τον
και ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας τον
και ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας τον
ήθελε έγχρωμη τηλεόραση
ήθελε ένα φουλάρι πάνω στο μεταξωτό κοστούμι
ήθελε τον Σκοπό να έρθει σαν τους μετεωρίτες και
να ξεσηκώσει την παγκόσμια αλληλουχία αντιδράσεων
ήθελε... ήθελε... ήθελε... ήθελε...
να θέλει περισσότερα θέλω
αλλά
ποτέ δεν έδωσε
ποτέ δεν έδωσε

-
ποτέ δεν έδωσε αγάπη στα παδιά του
ποτέ δεν έδωσε την καρδιά του στους γηραιούς
και
δεν έδωσε ποτέ μα ποτέ
την ψυχή του στους ανθρώπους του
δεν έδωσε ποτέ την ψυχή του στους δικούς του
επειδή ήταν απασχολημένος να αναζητά έναν σκοπό
απασχολημένος
απασχολημένος με το να τελειοποιεί την φωνή του
για να εναρμονίζεται στον εθνικό ύμνο
με τον σπύρο άγκνιου
απασχολημένος με το να τελειοποιεί την χοροπηδηχτή του ομιλία
ώστε να μην φανεί η χαμέρπειά του
απασχολημένος με το να τελειοποιεί τους λόγους του υπερ της αστυνομίας
εκτός πόλης...στο κέντρο της πόλης...στη μέση της πόλης...στην άλλη άκρη της πόλης...
το πτώμα του βρέθηκε σε όλη την πόλη
αναζητώντας έναν Σκοπό
αναζητώντας τον Σκοπό
βρέθηκε
σε χωράφια από άργιλο
βρέθηκε
σε μια κακόφημη συνοικία
τα πόδια του έμειναν στο Βιετνάμ
τα μπράτσα του βρέθηκαν στο Σινγκ-Σινγκ
το σκαλπ του ήταν πάνω στη ζώνη του Νίξον
το αίμα του έβαψε τους δρόμους του γκέτο
τα μάτια του ακόμα έψαχναν για τον ιησού να κατέβει
απο κάποιο σύννεφο και να τα κάνει όλα εντάξει
όταν ο ιησούς πέθανε στην αττική
τα μυαλά του σοβάντισαν το κτίριο του πενταγώνου
η φωνή του ακόμα ούρλιαζε ΑΣΤΕΡΟΕΣΣΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ
κοσκινήστηκε με τις αστυνομικές σφαίρες που οι φόροι του αγόρασαν
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
αναζητώντας τον Σκοπό
ενώ ο Σκοπός πέθαινε αναζητώντας εκείνον
πέθανε χτές
πεθαίνει σήμερα
είναι αύριο νεκρός
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
πέθανε αναζητώντας τον Σκοπό
και ο Σκοπός ήταν μπροστά του
και ο Σκοπός ήταν μέσα στο δέρμα του
και ο Σκοπός ήταν μέσα στην ομιλία του
και ο Σκοπός ήταν μέσα στο αίμα του
αλλά
πέθανε αναζητώντας τον Σκοπό
πέθανε αναζητώντας έναν Σκοπό
πέθανε
κουφός
μουγγός
και
τυφλός
πέθανε
και ποτέ δεν βρήκε τον Σκοπό του
επειδή
βλεπείς ποτέ μα ποτέ
δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο
Σκοπός.


Και το πρωτότυπο....

Seekin' The Cause
by Miguel Pinero

he was Dead
he never Lived
died
died
he died seekin' a Cause
seekin' the Cause
because
he said
he never saw the cause
but he heard
the cause
heard the cryin' of hungry ghetto children
heard the warnin' from Malcolm
heard the tractors pave new routes to new prisons
died seekin' the Cause
seekin' a Cause
he was dead on arrival
he never really Lived
uptown . . . downtown . . . crosstown
body was round all over town
seekin' the Cause
thinkin' the Cause was 75 dollars & gator shoes
thinkin' the Cause was sellin' the white lady to black
children
thinkin' the cause is to be found in gypsy rose or j. b.
or dealin' wacky weed
and singin' du-wops in the park after some chi-chiba
he died seekin' the Cause
died seekin' a Cause
and the Cause was dyin' seekin' him
and the Cause was dyin' seekin' him
and the Cause was dyin' seekin' him
he wanted a color t. v.
wanted a silk on silk suit
he wanted the Cause to come up like the mets & take the
world series
he wanted . . . he wanted . . . he wanted . . . he wanted
to want more wants
but
he never gave
he never gave

-

he never gave his love to children
he never gave his heart to old people
&
never did he ever give his soul to his people
he never gave his soul to his people
because he was busy seekin' a cause
busy
busy perfectin' his voice to harmonize the national anthem
with spiro t agnew
busy perfectin' his jive talk so that his flunkiness
wouldn't show
busy perfectin' his viva-la-policia speech
downtown . . . uptown . . . midtown . . . crosstown
his body was found all over town
seekin' a Cause
seekin' the Cause
found
in the potter fields of an o. d.
found
in the bowery with the d. d. t.'s
his legs were left in viet-nam
his arms were found in sing-sing
his scalp was on Nixon's belt
his blood painted the streets of the ghetto
his eyes were still lookin' for jesus to come down
on some cloud & make everything ok
when jesus died in attica
his brains plastered all around the frames of the pentagon
his voice still yellin' stars & stripes 4 ever
riddled with the police bullets his taxes bought
he died seekin' a Cause
seekin' the Cause
while the Cause was dyin' seekin' him
he died yesterday
he's dyin' today
he's dead tomorrow
died seekin' a Cause
died seekin' the Cause
& the Cause was in front of him
& the Cause was in his skin
& the Cause was in his speech
& the Cause was in his blood
but
he died seekin' the Cause
he died seekin' a Cause
he died
deaf
dumb
&
blind
he died
& never found his Cause
because
you see he never never
knew that he was the
Cause.






ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ- ΤΣΑΡΛΣ ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ Ή CHARLES BUKOWSKI ΟΠΩΣ ΠΡΟΤΙΜΑΤΕ

ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Μπάρνυ, το κατάλαβες αμέσως
όταν έκοψαν στη μέση το
μήλο
ότι στο δικό σου κομμάτι θα υπήρχε το
σκουλήκι.
ήξερες ότι ποτέ δεν θα ονειρευόσουν ένδοξους κατακτητές
ή κύκνους.
κάθε άνθρωπος έχει την προκαθορισμένη του θέση κι η
δική σου είναι
στο τέλος της ουράς,
μιας μακριάς, μακριάς ουράς,
μιας σχεδόν ατέλειωτης ουράς
κάτω απ΄τις χειρότερες δυνατές καιρικές συνθήκες.
ποτέ δεν θα σ'αγκαλιάσει μια όμορφη κυρία
κι η θέση σου στο σύμπαν των πραγμάτων
θα περάσει απαρατήρητη.
υπάρχουν άνθρωποι που έρχονται στη γη όχι για να ζήσουν
αλλά για να πεθάνουν
αργά και βασανιστικά ή
γρήγορα κι
ανώφελα.
οι δεύτεροι είναι οι τυχεροί.
Μπάρνυ, δεν ξέρω τι να πω.
συμβαίνουν
αυτά.
είναι καθαρά θέμα τύχης.
γεννηθήκαμε δίχως τύχη και δίχως αγάπη,
μας πέταξαν στο καζάνι που βράζει.
θα ξεχαστείς όσο γρήγορα
ξεχνιέται το όνειρο της περασμένης βδομάδας.
Μπάρνυ, η δικαιοσύνη δεν έχει καμιά σημασία.
κάθε ηρωική προσπάθεια αποτυγχάνει.
Μπάρνυ, έχεις ένα δισεκατομμύριο ονόματα
κι άλλα τόσα πρόσωπα.
δεν είσαι μόνος.
αρκεί να κοιτάξεις
γύρω σου.

Τσάρλς Μπουκόφσκι, Η Λάμψη Της Αστραπής Πίσω Από Το Βουνό

Το Κοράκι από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε - The Raven by Edgar Allan Poe

The Raven

Edgar Allan Poe

[First published in 1845)


Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!


ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ

ΜΙΑ φορά, τα μεσάνυχτα τα θλιβερά, αδύναμος και αποκαμωμένος καθώς συλλογιζόμουν, πάνω σε ένα πολύ ασυνήθιστο και περίεργο τόμο απολησμονημένης γνώσης, έγειρα το κεφάλι, ίσα που μ' έπαιρνε ο ύπνος· τότε έξαφνα, έρχεται ένας ανάλαφρος σιγανός χτύπος, όπως όταν κάποιος χτυπάει ευγενικά την πόρτα του δωματίου μου. «Κάποιος επισκέπτης θα είναι» μουρμούρισα «που χτυπάει την πόρτα του δωματίου μου. Μόνο αυτό και τίποτα παραπάνω».

Αχ! Χαρακτηριστικά θυμάμαι πως ήταν τον ανεμοδαρμένο παγερό Δεκέμβρη, και η κάθε μια ξεχωριστή ξεθρακιασμένη σπίθα άπλώνε βαθμιαία το φάσμα της στο πάτωμα. Ανυπόμονα ευχόμουν να έρθει το αύριο μάταια είχα γυρέψει να δανειστώ από τα βιβλία μου ένα τρόπο να δοθεί τέλος στη λύπη, την λύπη για την απολεσθείσα Λενόρ την εξαίρετη κι απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ εδώ όμως μένει παντοτινά.χωρίς όνομα να την καλούν.

Και το μεταξένιο, λυπητερό, αβέβαιο θρόισμα της κάθε μιας βυσσινί κουρτίνας, μου γεννούσε το ρίγος της συγκίνησης, με καταλάμβανε με τέτοιους φανταστικούε τρόμους που δεν τους είχα νοιώσει ποτέ πριν. Έτσι που, τώρα, για να νεκρώσω το δυνατό μου χτυποκάρδι, στάθηκα όρθιος και είπα σα να επαναλάμβανα: «Κάποιος επισκέπτης θα είναι στην θύρα της κάμεράς μου που εκλιπαρεί να εισέλθει. Κάποιος αργοπορημένος επισκέπτης που εκλιπαρεί από την πόρτα του δωματίου μου να εισέλθει. Για αυτό πρόκειται και όχι για κάτι περισσότερο».

Η ψυχή μου γυρίζοντας στη θέση της ενδυναμώθηκε, και πλέον δεν ήταν σε δισταγμό. «Κύριε» είπα εγώ, «ή Κυρία, ειλικρινά εκλιπαρώ την συγχώρεσή σας, αλλά το γεγονός είναι ότι με πήρε ο ύπνος κι έτσι ανάλαφρο που ήταν το άξαφνο σας χτύπημα, και τόσο υποτονικά που ήρθε το ελαφρύ άξαφνο χτύπημα, ο ανάλαφρος κρότος στη θύρα του δωματίου, που πολύ αμφιβάλλω αν Σας άκουσα» εδώ ανοίγω διάπλατα την πόρτα σκοτάδι εκεί και τίποτα άλλο.




Κοίταξα ερευνητικά, βαθιά μέσα στο σκότάδι εκείνο, μένοντας εμβρόντητος εκεί, για πολύ, νοιώθοντας το δέος, την αμφιβολία, και βλέποντας όνειρα, που κανείς ποτέ θνητός δεν τόλμησε πιο πριν να ονειρευτεί. Όμως τίποτα δεν τάραζε την σιγαλιά, και η ακινησία δεν μου έδινε κάποιο σημείο, και η μόνη λέξη που ακούστηκε εκεί, ήταν η ψιθυριστή λέξη «Λενόρ». Αυτό ψιθύρισα εγώ, και μια ηχώ μου αντιγυρνά ψιθυριστά την λέξη «Λενόρ». Απλώς αυτό και άλλο τίποτα.

Ξαναγυρίζοντας στην κάμερα, φλεγόταν ολόκληρη η ψυχή μέσα μου και σε μικρό διάστημα άκουσα πάλι ένα ανάλαφρο χτύπο, κάτι δυνατότερο από το προηγούμενο. «Ασφαλώς» είπα εγώ, «ασφαλώς ετούτο είναι στο καφασωτό του παραθύρου μου, ας δω επομένως τι είναι σε εκείνο το σημείο και το μυστήριο αυτό να διερευνήσω ας νεκρώσω την καρδιά μου μια στιγμή και ας διερευνήσω το μυστήριο αυτό Ο άνεμος θα είναι και άλλο τίποτα».

Σε αυτό το σημείο ανοίγω το πατζούρι, όταν, με ένα πολύ φευγαλέο πέταμα και φτεροκόπημα, εκεί μέσα μπήκε ένα μεγαλόπρεπο Κοράκι των παλαιών ευσεβών εποχών. Χωρίς να κάνει βαθιά υπόκλιση, δίχως στιγμή να σταματήσει ή να σταθεί στη θέση του, αλλά υποσκάπτοντας τους καλούς τρόπους, πήγε και κούρνιασε ψηλά στην θύρα της κάμεράς μου- κάθισε ψηλά, πάνω στο μπούστο της Παλλάδας, ακριβώς πάνω από την πόρτα της κάμεράς μου- κούρνιασε ψηλά και κάθισε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο.

Ύστερα, αυτό το πουλί στο μαύρο του εβένου ξεγέλασε την οικτρή μου ψευδαίσθηση να φτάσει σε χαμόγελο, με το βαρύ και άκαμπτο τυπικό της αταραξίας που φορούσε. Του είπα «Μολονότι το λοφίο σου είναι απογυμνωμένο και ξυρισμένο είσαι εσύ, δειλό πάντως δεν είσαι, ειδεχθές, αποτρόπαιο και παλαιό Κοράκι που πλανιέσαι από την όχθη της Νύχτας για πες μου ποιο είναι το αρχοντικό σου όνομα που σε καλούν στην όχθη της Υποχθόνιας Νύχτας!» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

Πολύ εξεπλάγην από το άκομψο αυτό πουλί, ακούγοντάς το να συνδιαλέγεται τόσο ανεπιτήδευτα, μολονότι η απάντησή του λίγα σήμαινε μεγάλη συνάφεια δεν είχε. Διότι αναπόφευκτα συμφωνούμε ότι κανένα ζωντανό ανθρώπινο ον ποτέ δεν είχε την ευτυχία να δει ένα τέτοιο πουλί πάνω από την πόρτα της κάμαράς του είτε επρόκειτο για πουλί, είτε για κτήνος, πάνω στο γλυπτό μπούστο ψηλά στην πόρτα της κάμεράς του, να έχει ένα τέτοιο όνομα όπως το «Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι στεκόταν μοναχό σε αυτό το γαλήνιο μπούστο, λέγοντας μονάχα εκείνες τις λέξεις, λες και η ψυχή του ξεχείλιζε με εκείνες τις λέξεις. Τίποτε παραπέρα κατόπιν δεν εκστόμισε, και ούτε ένα πούπουλό του κατόπιν δεν πετάρισε Ώσπου, μόλις ψιθυρίζοντας, μουρμούρισα: «Κι άλλοι φίλοι μου, από πριν, πάνε, πετάξανε και φύγανε Σαν θα έρθει το πρωί και τούτο θα με αφήσει, όπως πέταξαν και πάνε οι Ελπίδες μου οι παλιές». Μετά το πουλί είπε, «Ποτέ πια».

Ξαφνιασμένος με την ακινησία που μόνο η τόσο επιδέξια δοσμένη απάντηση την διέκοπτε, είπα: «Δίχως αμφιβολία, αυτό που εκφέρει είναι το μόνο του εφόδιο και υλικό που γράπωσε από κάποιον δυστυχισμένο αφέντη που η ανηλεής του Kαταστροφή τον ζύγωνε όλο και πιο κοντά, μέχρι που τα τραγούδια του μία μοναδική επωδό να φέρουν, μέχρι που οι θρήνοι της Ελπίδας του να φέρνουνε το μελαγχολικό φορτίο του Ποτέ Ποτέ πια».

Αλλά το Κοράκι ακόμη ξεστράτιζε την καταλυπημένη μου ψυχή στο γέλιο, Ευθύς, τσούλησα ένα κάθισμα με μαξιλάρια μπροστά από το πουλί και το μπούστο και την πόρτα. Κατόπιν, βουλιάζοντας πάνω στο βελούδο, επιδόθηκα σε συνδυασμούς της μιας φαντασίωσης με την άλλη, Σκεπτόμενος τι είναι εκείνο το οποίο εννοεί το δυσοίωνο του παλαιού καιρού πουλί, Τι είναι εκείνο το οποίο εννοούσε το ζοφερό, άχαρο, ειδεχθές, πένθιμο και δυσοίωνο του παλαιού καιρού πουλί Τι εννοούσε κρώζοντας «Ποτέ πια».

Έτσι ήμουν καθισμένος, κλεισμένος σε εικασίες, χωρίς να εκφράσω ούτε συλλαβή στο πουλί, του οποίου τα φλογισμένα μάτια τώρα βάζανε φωτιά στα ενδόμυχα της καρδιάς μου· Για ετούτα και για άλλα, καθόμουν κι έκανα εικασίες με το κεφάλι μου αναπαυτικά πλαγιασμένο, στην βελούδινη επένδυση του μαξιλαριού, όπου έπεφτε χαιρέκακα το φως της λάμπας. Αλλά όμως εκείνης ακριβώς της βελούδινης μενεξεδένιας επένδυσης όπου χαιρέκακα έπεφτε το φως της λάμπας, και που Εκείνη δεν θα πιέσει, αχ, ποτέ πια.

Κατόπιν μου φάνηκε να πυκνώνει ο αέρας, αρωματιζόμενος από κάποιο αόρατο θυμιατήρι που το έσειε ένα Σεραφείμ και τα βήματά του κουδούνιζαν στο πυκνό δάπεδο. «Φουκαρά» είπα με φωνή μεγάλη, «ο Θεός έχει προσφέρει σε εσένα δια μέσω αυτών των αγγέλων, έχει προσφέρει σε εσένα Ανακούφιση ανακούφιση και νηπενθές από τις αναμνήσεις της Λενόρ! Πίνε, ω, πίνε με γουλιές μεγάλες αυτό το ευγενικό το νηπενθές και ξέχασε αυτήν την απολεσθείσα Λενόρ». «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα «το πράγμα του κακού! προφήτη εντούτοις, μια πουλί μια διάβολος είτε σε στέλνει ο Πειρασμός, ή και αν η θύελλα σε στριφογύρισε και σε έριξε εδώ στην ξηρά, Εγκαταλελειμμένο, απτόητο παρ' όλα αυτά, σε αυτή την έρημη χώρα σε έριξε δεμένο με μάγια σε αυτό το σπίτι που το στοίχειωσε η Φρίκη - έλα, πες μου, αληθινά, σε παρακαλώ, πες μου πες μου εκλιπαρώ, βρίσκεται κάποιο βάλσαμο παρηγοριάς στα βουνά της Γαλαάδ;» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Προφήτη!» είπα «της συμφοράς το πράγμα! - προφήτη εντούτοις, είτε πουλί είτε διάβολος! Στο όνομα του ουρανού που πάνω μας κυρτώνει, στο όνομα του Θεού που και οι δυο μας λατρεύουμε Λέγε σε ετούτη την ψυχή την φορτωμένη θρήνο, λέγε αν μέσα στην μακρινή Εδέμ, Πρόκειται να σφίξει στην αγκαλιά της μια αγιασμένη κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ- Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που την αποκαλούν οι άγγελοι Λενόρ Αν σφίξει μια εξαίρετη και απαστράπτουσα κόρη που Λενόρ την αποκαλούν οι άγγελοι». «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

«Το σύμβολο του αποχωρισμού μας να γίνουνε αυτές οι λέξεις, πουλί ή πνεύμα του κακού!» Με μια στριγκλιά σηκώθηκα, κάνοντας μια κίνηση αναρρίχησης «Να επιστέψεις στη θύελλα και στην όχθη της Καταχθόνιας Νύχτας! Μαύρο φτερό να μην αφήσεις σαν ενθύμημα του ψεύδους που έχεις πει από την ψυχή σου! Μη μου ταράζεις τη μοναχικότητα! Φύγε απ' το μπούστο πάνω απ' την πόρτα μου! Πάρε το ράμφος σου από τα μύχια της καρδιάς μου, και πάρε τη μορφή σου μακρυά απ' την πόρτα μου!» «Ποτέ πια», είπε το Κοράκι.

Και του Κορακιού το γρήγορο αθόρυβο πέταγμα δεν ακούγεται, ακίνητο κάθεται, ασάλευτο κάθεται, στο κατάχλομο μπούστο της Παλλάδας, πάνω ακριβώς από την πόρτα της κάμερας και τα μάτια του έχουνε τα πάντα απ' την όψη ενός δαίμονα που ρεμβάζει, και το φως της λάμπας χύνεται απάνω του, ρίχνοντας στο δάπεδο τη σκιά του· και η ψυχή μου, από μέσα από τη σκιά που κινείται και απλώνεται στο πάτωμα, δεν θα ανασηκωθεί ποτέ πια.

Μετάφραση: Ηλίας Πολυχρονάκης