Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

Ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη



Επιτύμβιον

Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.

Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.

(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)

Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.

Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.


Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατί, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.

Νοέμβρης 1983


Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς

Οἱ τσαγκαράδες νὰ φτιάσουν ὅπως πάντα γερὰ παπούτσια
Οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ συμμορφώνονται μὲ τὸ ἀναλυτικὸ πρόγραμμα τοῦ Ὑπουργείου
Οἱ τροχονόμοι νὰ σημειώνουν μὲ σχολαστικότητα τὶς παραβάσεις
Οἱ ἐφοπλιστὲς νὰ καθελκύουν διαρκῶς νέα σκάφη
Οἱ καταστηματάρχες ν᾿ ἀνοίγουν καὶ νὰ κλείνουν σύμφωνα μὲ τὸ ἑκάστοτε ὡράριο
Οἱ ἐργάτες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν ἄνοδο τοῦ ἐπιπέδου παραγωγῆς
Οἱ ἀγρότες νὰ συμβάλλουν εὐσυνείδητα στὴν κάθοδο τοῦ ἐπιπέδου καταναλώσεως
Οἱ φοιτητὲς νὰ μιμοῦνται τοὺς δασκάλους τους καὶ νὰ μὴν πολιτικολογοῦν
Οἱ ποδοσφαιριστὲς νὰ μὴ δωροδοκοῦνται πέραν ἑνὸς λογικοῦ ὁρίου
Οἱ δικαστὲς νὰ κρίνουν κατὰ συνείδησιν καὶ ἐκτάκτως μόνον, κατ᾿ ἐπιταγὴν
Ὁ τύπος νὰ μὴ γράφει ὅ,τι πιθανὸν νὰ ἐμβάλλει εἰς ἀνησυχίαν τοὺς φορτοεκφορτωτάς
Οἱ ποιητὲς ὅπως πάντα νὰ γράφουν ὡραῖα ποιήματα.

Σημ.: Πρόκειται περὶ προσχεδίου, ὡς ὁ τίτλος, καὶ προσφέρεται εἰς ἐλευθέραν δημοσίαν συζήτησιν. Μετὰ τὰς ἀκουσθησομένας ἀπόψεις θὰ γίνει τελικὴ ἐπεξεργασία ὑπὸ ὁμάδος ἐγκρίτων Ποιητῶν καὶ θὰ παραδοθεῖ εἰς τὸ κοινὸ πρὸς γνῶσιν καὶ ἀναμόρφωσιν.

Ἡ ἀπόφαση

Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Ἔστω ἀπαντεῖστε μ᾿ ἕνα ναὶ ἢ μ᾿ ἕνα ὄχι.
Τὸ ἔχετε τὸ πρόβλημα σκεφτεῖ
Πιστεύω ἀσφαλῶς πὼς σᾶς βασάνισε
Τὰ πάντα βασανίζουν στὴ ζωὴ
Παιδιὰ γυναῖκες ἔντομα
Βλαβερὰ φυτὰ χαμένες ὦρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φίλμς. Κι αὐτὸ σᾶς βασάνισε ἀσφαλῶς.
Μιλᾶτε ὑπεύθυνα λοιπόν. Ἔστω μὲ ναὶ ἢ ὄχι.
Σὲ σᾶς ἀνήκει ἡ ἀπόφαση.
Δὲ σᾶς ζητοῦμε πιὰ νὰ πάψετε
Τὶς ἀσχολίες σας νὰ διακόψετε τὴ ζωή σας
Τὶς προσφιλεῖς ἐφημερίδες σας· τὶς συζητήσεις
Στὸ κουρεῖο· τὶς Κυριακές σας στὰ γήπεδα.
Μιὰ λέξη μόνο. Ἐμπρὸς λοιπόν:
Εἶστε ὑπὲρ ἢ κατά;
Σκεφθεῖτε το καλά. Θὰ περιμένω.


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Στο τελευταίο ποίημα του Αναγνωστάκη ίσως λέει αυτά που φοβάται και ο ίδιος να εγκαταλείψει για χάριν της ανατροπής αλλά και αυτά που φοβάται να εγκαταλείψειο μέσος άνθρωπος. Είναι μεγάλη η ευθύνη που νοιώθει κάποιος όταν μιλά για επανάσταση και είναι αυτοί που κάνει τους άγνωστους Θεούς να διψούν για αίμα και καταστροφή όταν η επανάσταση γίνεται πράξη.