Σάββατο 26 Ιουλίου 2008

Ούζο

Ούζο. Το ποτό που σκοτώνει. Γράφε με πλάγια γράμματα για να σε καταλαβαίνουν καλύτερα. Ήταν όταν πήγαμε στη προκυμαία. Όλοι μαζί. Εγώ και κάτι τύποι απ’ τον Άγιο Αθανάσιο και τους κέρασα μπύρες. Δεν ξέρω ποιος πρωτάρχισε να λέει τον πόνο του σε ποιον. Ήταν και αυτοί θύματα της ίδιας μπόρας. Στραπατσαρισμένα αμάξια, ποτά, ανίδεοι για το μέλλον τους. Κάποιος μας επιφυλάσσει κάτι μα δεν ξέρουμε τι. Οι ανασφαλείς αυτοί που δεν πέρασαν σε κάποια σχολή λόγω της αδιαφορίας που επικρατούσε στο σπίτι και στο νου τους. Ούζο. Μια φορά ήπιαμε και ευτυχώς που δεν ήταν κάποια θάλασσα κοντά για να πέσουμε μέσα. Έπειτα ο Πειραίας, ο Θανασούλης με εκείνη την γκόμενα που έπαιρνε τα βράδια και είχε αυτή την τρελή αφάνα. Μικρή…μικρή…Πως την λέγαν ; Καμαρωτή στα Εξάρχεια. Το έπαιζε rock star ακούγοντας Green Day. Κάτι έγινε αργότερα έφυγε αυτός, αυτή και έμεινα εγώ. Μόνος. Διαβάζοντας ένα ηλίθιο βιβλίο σε κάποιο παγκάκι κοντά στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πίνοντας μπύρες.
Μα το Ούζο σας λέω Κύριοι μου είναι ποτό που πρέπει να το πίνετε εσείς όταν στοιχηματίζεται στον ιππόδρομο. Ναι! Βέβαια! Φυσικά! Μόνο ιππόδρομος και τίποτε άλλο. Τα άλλα είναι για τους παρακατιανούς. Ούζο και μεζές. Με τέτοια βολεύομαι και εγώ στο υπόγειο μου και όταν βγαίνω έξω ξεχνάω εντελώς και τον διπλανό μου. Μερικές φορές πιστεύω πως πετάω και ας περνάει η ώρα. Ποτέ μου δεν μπορώ να βγω ευτυχισμένος ο πρόστυχος γιατί το μεθύσι δημιουργεί εκείνη την εγρήγορση σαν μια διάπυρη έξαρση του γεννητικού σου συστήματος και θες να ενωθείς με έναν άγγελο που το παίζει δαίμονας για να σε παραπλανήσει.
Κι έβγαινα εκείνες τις νύχτες κοιτώντας με μίσος τους διπλανούς μου συνανθρώπους σε πεζούλια, σε μπαρ, σε λεωφορεία που έπαιρνα για να περιπλανηθώ εγώ και η Κυρία αξιότιμη μοναξιά μου σαν βασίλισσα της νύχτας και του εαυτού μου. Παρατηρούσα μερικές κυρίες που περνούσαν. Καλές κυρίες του δρόμου και της γειτονιάς. Μα όχι σαν την νεαρή περιπτερού που μου χαμογελούσε όποτε της ζητούσα μια κάρτα για το κινητό ή ένα πακέτο τσιγάρα αλλά ούτε και σαν την φουρνάρισσα, την πλαδαρή φουρνάρισσα που έβγαζε τις τυρόπιτες και τις σπανακόπιτες για να μου χαρίσει ένα ζωντανό χαμόγελο, σπαρταριστό και ευειδές.
Με διέκοψαν, με σκούντηξαν. Αχρείοι τύποι. Γιατί να σκουντάς έναν μεθυσμένο στο δρόμο. Τηλέφωνο. Ποιος να ‘ναι άραγε ; Ω! Αυτή. Βυζιά σαν πεπόνια που πέφτουν στο έδαφος. Λαχταριστά κόκκινα καρπούζια. Τα αγόραζα πριν βγούμε στην εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας και έπειτα στο κατακαλόκαιρο μου έλεγε η άλλη πως θα πάει στον Άλιμο για μπάνιο χλωμή και ευτυχισμένη με τους φίλους της. Έχεις μανία με τις τρελές ε ; Έχεις μανία ; Με ρώτησαν πολλοί και τους απάντησα ευχαρίστως ναι ασφαλώς και έχω.
Τώρα η μοίρα μου είναι στο υπόγειο και δεν μαρτυράω κανέναν αλλά ούτε και παραπονιέμαι. Τώρα που βλέπω πως φτιάξανε και τραίνο εδώ για να κινούμαστε πιο έυκολα στο έτος 2025. Ω! Ναι! Περάσανε τα χρόνια. Κάποια στιγμή την είδα και στο δρόμο όταν έπεφτε βροχή και μούσκευε τα παπούτσια τα πάνινα. Είχα ανοιχτό το ριγέ πουκάμισο μου και κοίταζα τον ουρανό. Ήμουν αξύριστος τρεις βδομάδες. Καταραμένη βροχή! Πότε θα μου δώσουν το νοίκι από εκείνο το καταραμένο διαμέρισμα στις Σέρρες ; Αραχνιασμένο και διαλυμένο από τότε που έφυγαν οι γονείς μου. Ναι. Με παρατήσανε και αυτοί. Αργός θάνατος από καρκίνο. Πατέρα γιατί έφυγες ; Μήτερα γιατί τον ακολούθησες ; Μελετούσα και εγώ τον θάνατο τους. Εξουσιάστηκα απ’ τον φόβο ότι θα μείνω μόνος. Έμεινα. Θείες, θείοι, νονός. Κανένας συγγενής. Όλοι στον κόσμο τους. Ένας αγαπητός αδερφός έμεινε που μου δώρισε τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκυ. Σημαδιακό δώρο.
Τώρα έβγαινα για να πάρω κάτι να φάω. Μια πίτα. Κάτι να βάλω στο στόμα μου μετά το χθεσινό μεθύσι. Μουσική ροκ. Grateful Dead κατά προτίμηση. Motorhead το Rock ΄n΄ Roll. Το Hotel California μ’ άρεσε πάντα περισσότερο απ’ το Stairway to Heaven. Περπατούσα στη βροχή. Λασπωμένοι δρόμοι. Σαν λέτσος. Θα έβγαινε κάποιος να με βρίσει, να με χλευάσει. Α! Ένδοξο παρελθόν δεν είχες σημασία πια. Πότε ήταν ένδοξο ; Σαν την ιστορία της Αγγλίας. Αποικίες, διάδοση του πολιτισμού, βασιλεία. Τώρα ο Λέοντας καθόταν και έπιανε τη χαίτη του με το αριστερό του πόδι. ¨Δύσκολοι καιροί για λιοντάρια¨. Ήμασταν πολύ σίγουροι με τους εαυτούς μας. Το ούζο μας κάρφωσε στο τέλος.
Τελευταίες, μικρές, γλυκερές, στιγμές. Να την! Ω! Μα δεν είναι αυτή! Πιο κοντό μαλλί. Το ίδιο παιχνιδιάρικο πρόσωπο. Η βροχή που πέφτει στο πρόσωπο της. Βεβηλώνει την μορφή της. Πως εκδικείσαι μια βροχή ; Με φόρεμα της τελευταίας μόδας. Αυτή ; Που άλλοτε. Ω! Επαναστάτρια και το άγγιγμα της. Χίλιες λόγχες καρφώθηκαν στην πλάτη σου τότε. Ναι. Χίλιες λεπίδες έσκισαν το σβέρκο σου. Αλλά τώρα. Ναι. Βαμμένη. Αυτή. Δεν ήταν δυνατόν. Κι όμως όλα ήταν δυνατά. Καριέρα. Η μισητή λέξη του καπιταλισμού. Καριέρα. Καριέρα. Δικαστικοί, στρατιωτικοί, εφοριακοί. Καριέρα. Ένας μεθυσμένος θεολόγος στην τελευταία του ώρα έβλεπε αγγέλους και ξημεροβραδιαζόταν στην Εκκλησία μπας και συναντήσει το πνεύμα του Παπαδιαμάντη. Μα βέβαια αυτός θα είναι κάπου στην Αθήνα. Τι δουλειά έχει εδώ πέρα ; Αλλά ήταν αυτή, πόσο είχε αλλάξει και τα χρόνια την είχαν κάνει πιο ώριμη. Ομορφότερη. Είχε γλυκάνει τώρα και το κορμί της δεν ήταν πια κοριτσίστικο. Έτσι ισχνό και χωρίς κάποια συγκεκριμένη φιγούρα. Τώρα μου έκανε μια διαφορετική εντύπωση. Θα μπορούσε να με πατήσει με το τακούνι της. Δεν είχα λεφτά για να την πείσω να με κάνει σκλάβο της για ένα εξάμηνο τουλάχιστον. Αυτή. Θα μπορούσα να κλάψω όπως έκλαψα την πρώτη φορά που την είδα και θα πέθαινα εκεί πέρα σε μια στιγμιαία αγκαλιά της λουσμένος από γκίνες και τραγούδια του παλιού, παλιού, παλιού καιρού. Ας ήταν και ηπειρώτικα. Ένα κλαρίνο. Ένα σαντούρι. Α! Όχι! Γκάιντα. Γκάιντα αγαπημένη γκάιντα. Και χιόνι μπόλικο χιόνι. Μαζί θα ταξιδεύαμε στο έλκηθρο, θα έμπαινα μέσα σπίτι της και ντυμένος άγιος Βασίλης θα την έπαιρνα στην αγκαλιά μου. Τάρανδοι ή σκυλιά δεν έχει σημασία. Θα μου χάιδευε τη χοντρή κοιλιά και θα μου έλεγε πόσο με αγαπάει, πηγαίνοντας ταξίδια μέσα απ’ το χιόνι και τους πάγους στη ζεστή ξύλινη κατοικία μου και εκεί θα ζούσαμε για όλη μας τη ζωή. Μικρή ατυχία. Το ούζο μας τα σαμποτάρισε όλα. Τώρα πλούσια τα ελέη της καριέρας. Τα καλά και συμφέροντα της τσέπεως ημών και την επανάσταση την γράφουμε εκεί που δεν χρειάζεται να σας πούμε. Μα δεν ήταν ποτέ θα μου ΄πει, δεν ήταν ποτέ. Θα ωρύεται μάλιστα. Εγώ ένας αλήτης ; Πως τολμούσα ; Οικογένεια, παιδιά, υποχρεώσεις. Εγώ ; Ένα ρεμάλι που συνεχώς μεθάει με ούζο και άλλα ποτά;
Τώρα έβηχα. Ήταν αυτή. Με τον ανάλογο συνοδό και αυτοκίνητο. Ένα τζιπ. Δεν ξέρω από μάρκες. Τώρα θα γράφαμε κάποια ιστορία με τον κολλητό μου φίλο γι’ αυτούς που στέκονται στον σταθμό των τρένων. Κλεφτρόνια, μοναχούς, ομοφυλόφιλους, τραβεστί. Το κατακάθι που δεν δέχεται η κοινωνία. Τα ταμπού και τους μεθύστακες που δέρνουν τις γυναίκες τους και μετά μαχαιρώνουν ο ένας τον άλλον. Αγάπη μου είσαι τυχερή που δεν τα έζησες ποτέ αυτά ; Αν και εσύ ζούσες στον σταθμό. Α! Ναι! θυμάμαι. Με εκείνο το νυστέρι που έκανες αρχιτεκτονικά σχέδια. Ναι. Ναι. Ναι. Θα γίνεις διάσημη αρχιτέκτων και έγινες. Τώρα στο τζιπ, τώρα τα ξέχασες όλα. Θα έπρεπε να σου κόψω το λαιμό τότε που κρατούσα αυτό το νυστέρι αλλά με εμπόδιζε η ισόβια φυλάκιση και η διαπόμπευση. Θα χαλούσα και τη ζωή μου και είχα ακόμη να γευτώ αρκετή αμβροσία και νέκταρ σαν καλός Έλληνας μεθύστακας, σάτυρος, υπηρέτης του Διονύσου.
Τώρα η πορεία σου ήταν προδιαγεγραμμένη. Κατάλαβα τι είχε συμβεί και δεν το έψαξα πολύ. Αφού δεν σε ρώτησα καν τι είχε γίνει. Είναι αυτά τα συναδελφικά καταλαβαίνω. Οι χαρές, οι τούρτες, τα γενέθλια τα ταξιδάκια. Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία. Όλα αυτά τα καλά. Τα σουβενίρ και Άγιος ο Θεός, ο κόσμος καλά πάει και ας ψοφάνε οι άλλοι στο Μπαγλαντές. Δεν βαριέσαι βρε αδερφέ. Γνώρισα και εγώ μια νοσηλεύτρια μια φορά θυμάμαι που λικνιζόταν ακούγοντας λαικοποπ σαχλοτράγουδα και ήθελε να πάει στη Κένυα. Χαρήκανε οι μαύροι. Ουγκάντα, Κένυα ξέρω και εγώ ; Στα Γαλλία θα την πήρανε αρκετοί απ’ το Αλγέρι.
Μα εσύ έτσι τα είπαμε ; Έτσι τα συμφωνήσαμε ; Με τις τζιπάρες, με τον κουστουμάτο, με τα παιδάκια σου, με τα διαμαντικά σου. Εγώ τα περίμενα αλλιώς. Τότε με το ίδιο παντελόνι να σε έβλεπα και να κυματίζεις σαν χρυσή σημαία στην καρδιά μου. Κλασσική γυναίκα. Μετά με είπαν μισογύνη παρόλο που δεν συμπάθησα τον άλλον μισογύνη τον Πλάτωνα και εκείνον τον Χέγκελ που έλεγε ότι η φιλοσοφία δεν είναι για τις γυναίκες. Ε δεν είναι. Παρεκτρέπονται με αυτά. Και όταν πίνουν γίνονται ακόμα χειρότερες. Που να τις βάλεις να παίξουν και χαρτιά δηλαδή.
Στεκόμουν στη βροχή, απογοητευμένος απ’ το θέαμα. Ο τελευταίος μου έρωτας έπεσε και αυτός στο δέλεαρ του καπιταλισμού. Είναι οι πειρασμοί των ταξιδιών και οι ανέσεις όπως προανέφερα. Τι να κάνεις ; Είναι η γραμμή που πρέπει να ακολουθήσεις. Γάμος, παιδί, να κοιτάς και την καριέρα, ταξιδάκια, εκλεκτά φαγητά, ωραίοι δίσκοι, καλό σεξ, ένας ερωμένος αργότερα. Ποιος ξέρει ; Μπορεί να πεθάνεις και σαν καλή γιαγιά περιτριγυρισμένη απ΄τα τέκνα σου. Η καλή γιαγιά θα λένε που μας έφερε στον κόσμο. Σιγά τη μπάσταρδη. Μπορεί και μεθυσμένη να ήσουν όταν συνέλαβες το πρώτο σου μούλικο. Εν τέλει τι έγινε ; Γεμίσαμε κωλόπαιδα. Είναι και το ποιος θα με φροντίσει εμένα. Οι γερομεθύστακες δεν έχουν γοητεία. Είναι γνωστό αυτό και τότε θα έχω γράψει και χιλιάδες στίχους. Ίσως έχω και τη φωτογραφία σου κάπου και την κοιτάω και σε θυμάμαι . Έτσι όπως σε γνώρισα, έτσι στα είκοσι μου χρόνια αγνή παρθένα και με μάτια που έλαμπαν με όρεξη για ζωή και όχι έτσι όπως σε κατάντησε ο πολιτισμός. Με τα ρούχα του, με τις καριέρες του, με τις διασκεδάσεις του και με τις μαλακίες του. Αντίο σας. Τα λέμε άλλη φορά. Φιλάκια πολλά.


Ιωάννης Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: